Η Αρίστη Τρεντέλ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ Αμερικανικής Λογοτεχνίας και διδάσκει σε γαλλικά πανεπιστήμια. Κριτικά άρθρα, ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το βιβλίο της που τιτλοφορείται «Άρτεμις» αποτελεί μια συλλογή από διηγήματα τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά περιοδικά.
Στο πρώτο διήγημα του βιβλίου, «Η τελευταία μετάληψη», εστιάζεται σε παιδικές και εφηβικές εμπειρίες που καθόρισαν την πορεία της ζωής της και αποτελούν ακόμη οδηγό στην κατ’ επιλογήν ανιούσα πορεία της προς το μέλλον. «Εξακολουθώ να είμαι μαθητευόμενη στην τέχνη της αγάπης που με δίδαξε η γιαγιά μου. Όμως την εικόνα τη λατρεύω. Χαμηλών και ισορροπημένων τόνων, υψηλής εκφραστικότητας, σε γαλαζοπράσινο φόντο, το πορτρέτο της παρθένας που κρατά το σταυρό σε μαύρη άλω. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν» (σελ.49). Η συγγραφέας μας συστήνεται μέσω της περιγραφής της επίδρασης της οικογένειάς της στη ζωή της. Φωτίζει τη ζωή των μελών της οικογένειάς της και των επιλογών της προσφέροντάς μας μια έμμεση σύσταση της ιδίας. Τα πρώτα ερωτικά της σκιρτήματα, η επίδραση της προσωπικότητας της γιαγιάς της: «… την ανίερη μετάληψη της γιαγιάς μου και πώς ζάρωσε και ρυτίδιασε με τα χρόνια κι έχασε το σπίτι και την περιουσία της και απέκαμε και εξορίστηκε σε μια πόλη που δεν αγαπούσε, η απυρόβλητή μου Αμαζόνα, η Αυτοκράτειρά μου που ποτέ δεν εκθρονίστηκε, η αγνή μου Παρθένος» (σελ. 47). Στο δεύτερο διήγημα που εμπεριέχεται στο βιβλίο, «Ο θάνατος του Τέλη», εστιάζεται περισσότερο στον πατέρα της, ωστόσο όμως συνεχίζει τις αναφορές της σε προσωπικές εμπειρίες της από τα εφηβικά της χρόνια επιστρέφοντας στο τέλος σε αυτοαναφορές σε παροντικό χρόνο: «Είναι ήσυχα εδώ. Τοπική νάρκωση. Πολύ ήσυχα. Τίποτα δεν ταράζει τη γαλήνη της μνήμης. Όλα είναι λευκά. Έξι μήνες χιόνι. Σκεπάζει και καταψύχει τους νεκρούς. Μόνο στη λογοτεχνία τους ξυπνάει. Ούτε νόστος ούτε Heimweh. Πλήρης ασυλία. Οι νιφάδες του χιονιού με γοητεύουν, στολίζουν τη σαβανωμένη νύφη. Μου φαίνεται πως κρατάω το τελεολογικό μυστήριο της ύλης και της μνήμης, όταν μια νιφάδα λιώνει στην παλάμη μου» (σελ.73).
Το τρίτο διήγημα, «Η τρελή», συντέθηκε «στον ίσκιο της ανθισμένης εφηβείας της», όταν η φιλόλογός τους ζήτησε να γράψουν ένα διήγημα. «Προς έκπληξή μου», όπως αναφέρει (σελ. 77), «χαρακτήρισε το διήγημα που έγραψα στον οίστρο της φιλοδοξίας της αρκετά ενδιαφέρον. Είχε σαν θέμα του έναν βουβό πόνο. Έναν πόνο που παρουσιαζόταν όχι μέσα από μια εκ βαθέων ανάλυση αλλά μέσα από την έμμονη ματιά ενός εννιάχρονου κοριτσιού». Το τέταρτο διήγημα, «Άρτεμις», αναφέρεται στο φίλο της που είχε από τα εφηβικά χρόνια. «Κουβαλούσε το Χριστό στο όνομά του και ασήμι στο πατρώνυμο και στα μαλλιά του» (σελ.110). Στο πέμπτο διήγημα, «Σαίξπηρ και Σία», γίνονται αναφορές στον πατέρα, στη φιλία και στον Έρωτα. Στο τελευταίο διήγημα, «Ο Γάλλος καθηγητής», περιγράφει την εξέλιξη της ιδιαίτερης σχέσης της με έναν καθηγητή του οποίου το παρωνύμιο ήταν Ζαρατούστρα. «Έβλεπα τον Ζαρατούστρα πάνω από έξι χρόνια αλλά μόνο στον έβδομο χρόνο άρχισε να έχει νόημα για μένα. Εύλογα το ενδιαφέρον μου στράφηκε στο γιατί και το πώς και το πότε ακριβώς συνέβη αυτή η εξέλιξη» (σελ.160). «Τώρα ο Ζαρατούστρα είχε νόημα για μένα και το γαλαζοπράσινο φως τον πλημμύριζε. Στις εποχές της ζωής ήταν χειμώνας γι’ αυτόν, φθινόπωρο για μένα, αλλά τα σώματά μας είχαν βυθιστεί στη ζέστη του καλοκαιριού. Κι αν ήμουν συγγραφέας και ήθελα ν’ αφηγηθώ λεπτομερέστερα αυτή τη φευγαλέα συνάντηση, θ’ άφηνα κατά μέρος τις αισθησιακές κυριολεξίες που χρησιμοποιεί μερικές φορές ο αμερικανός συγγραφέας μου διηγούμενος ιστορίες παράνομου έρωτα. Θα στρεφόμουν στους γάλλους δημιουργούς που εκτιμά ο καθηγητής μου, για να μάθω πόσο υπαινικτικός μπορεί να είναι κάποιος όταν η επιθυμία εκρήγνυται στο μυαλό του» (σελ.192).
Ο λόγος της Αρίστης Τρεντέλ είναι ποιητικός, περιγραφικός και βαθυστόχαστος – απόρροια ενός διαρκούς στοχασμού και ευαισθητοποίησης. Τα διηγήματά της κινούνται στα χρονικά επίπεδα του παρελθόντος και του παρόντος και η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης προσδίδει αμεσότητα και τη δυνατότητα στον αναγνώστη να βιώσει μαζί με την αφηγήτρια τα όσα αφηγείται.