Στο όρος των μαρτυρίων

«Συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί: αυτή είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε». Μέσα από μια πλειάδα αιτιών, από στοιβάδες κληροδοτημένης βαρβαρότητας και νομιμοποιημένου ζόφου, στέκει ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι (δική του η προλογική υπενθύμιση), του Σαλάμοφ, του Κέρτες, του Αντέλμ και σαφώς του Σολζενίτσιν. Είναι η βουβή, εκφυλισμένη φύση του κόσμου· ενός ζηλωτή της απογύμνωσης κάθε ανθρώπινης ιδιότητας.

Τέσσερα χρόνια από την επανέκδοση των πρώτων δύο μερών (και 39 χρόνια από την πρώτη έκδοσή τους), έρχεται τώρα η έκδοση του «Γκουλάγκ 2» να προσθέσει στην ιστορική αναγκαιότητα τούτο το χρονικό βεβήλωσης του πολιτισμού.

Το Αρχιπέλαγος του νομπελίστα Σολζενίτσιν, δεν είναι η λογοτεχνική αποκατάσταση της μνήμης, με σκοπό να λάβει τη μορφή αποκαθαρμένης και αμόλυντης παρακαταθήκης. Είναι η καταβύθιση στα πιο μύχια, φρικώδη ιζήματα της ψυχής του ανθρώπου. Είναι μια πραγματικότητα που φέρει το στίγμα ενός μαζικού ιδεολογήματος, αλλά και της δολοφονικής ιδιοσυγκρασίας του «πατερούλη» Στάλιν. Είναι το πανόραμα μιας μηχανής που κατασκευάστηκε για να καταπίνει σάρκες, συνειδήσεις, ιδιότητες και ιδέες.

Ως ένα δοκίμιο αποκτήνωσης μπορεί να διαβαστεί, πλέον, το Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν, τώρα που απέχουμε αρκετά από τον ιστορικό χρόνο εκδήλωσης των γεγονότων και το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκε έχει καταχωνιαστεί στο βάθος της ντουλάπας.

Στα μέρη ΙΙΙ-ΙV, ο Σολζενίτσιν ανατέμνει με κριτική ακρίβεια το ανάπτυγμα της δαντικής Κόλασης που εκτεινόταν γεωγραφικά από τις στέπες του Καζακστάν και τα νησιά Σολοβκί έως τα βόρεια της Σιβηρίας. Επί της ουσίας, όμως, χαρτογραφούσε ολόκληρη τη χώρα· ου μην και μέρος της παγκόσμιας κοινότητας που έκλεινε ταπεινά το γόνυ στον απεχθή σταλινισμό.

Μέσα από μαρτυρίες εγκλείστων, προσωπικές αναφορές, ανεκδοτολογικά μέρη, βιτριολικές αναφορές σε ονομαστές φυσιογνωμίες των γραμμάτων και του κόμματος (ο πολύς Γκόρκι εμφανίζεται ως δουλοπρεπές δεκανίκι του καθεστώτος, ενώ γίνεται αναφορά και στον Μανώλη Γλέζο που δεν μπόρεσε να δει πίσω από το παραπέτασμα), ο Σολζενίτσιν παρουσιάζει τη δομή, τη φιλοσοφία και την εξέλιξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Η επιβολή, ο εξανδραποδισμός, η χυδαιότητα, η απανθρωπιά, το παράλογο, η απογύμνωση, η φρίκη και η αποστέρηση κάθε ελευθερίας συνιστούν τα γκουλάγκ, που στην πραγματικότητα είναι το αρκτικόλεξο της κεντρικής διοίκησης των στρατοπέδων. Η μόνη διαφορά τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, όπως σημειώνει και ο Σολζενίτσιν, είναι ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων. Όλα τα υπόλοιπα, όμως, που συνθέτουν έναν τόπο μαρτυρίου, βρίσκονταν σε πλησμονή.

Ήδη από την εποχή του Λένιν, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της τρομώδους παντοκρατορίας του Στάλιν και για περισσότερα από τριάντα χρόνια, άνθρωποι κάθε λογής ανέβηκαν στον ιμάντα μεταβίβασης και ενδύθηκαν το λερό ένδυμα του κατάδικου. Στόχος του σκαιού συστήματος δεν ήταν ο σωφρονισμός και η επανένταξη του ατόμου στο κομμουνιστικό ιδεώδες, αλλά ο κατακερματισμός του, μέχρι του σημείου της πλήρους αφάνειας.

Το ποιος έμπαινε –και ποτέ δεν έβγαινε– από τις πύλες των στρατοπέδων ήταν αποτέλεσμα μιας συγκυρίας. Όλοι οι πολίτες ήταν οιονεί ύποπτοι, άρα βρίσκονταν στον προθάλαμο της χρόνιας κράτησης. Η διασταλτική ερμηνεία του περιώνυμου άρθρου 58, μετέτρεψε ένα ολόκληρο πλήθος σε πολιτικούς κρατούμενους που δεν υπάγονταν μόνο στη διοίκηση του στρατοπέδου, αλλά και στους ποινικούς που είχαν αποκτήσει προνόμια και ουσιαστικά λειτουργούσαν ωσάν άλλοι φύλακες.

Οι συνθήκες ζωής άγγιζαν τα όρια της κτηνωδίας: το φαγητό ήταν ελάχιστο και ευτελές, ο τύφος θέριζε, το κρύο τσάκιζε κόκαλα, η αποχαύνωση και τα βασανιστήρια (ψυχολογικά και σωματικά) βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Την ίδια στιγμή, ο κατάδικος ήταν αναγκασμένος να εκπληρώσει τη νόρμα εργασίας η οποία ξεπερνούσε τις δυνάμεις ενός υπεράνθρωπου, πόσο μάλλον ενός ατόμου ισχνού, καχεκτικού και παρατημένου στη μοίρα του. Δεν υπάρχει διάκριση: άντρες, γυναίκες, παιδιά φυλακίζονται και στη συνέχεια τροφοδοτούν την κρεατομηχανή. Από το ένα πενταετές πλάνο στο άλλο, από το ένα μεγαλειώδες έργο στο άλλο, σημασία έχει η ανάδειξη του μεγαλόπνοου σχεδίου του μεγάλου ηγέτη· η ανθρωπομάζα ανήκει στη χαμηλότερη βαθμίδα των έμβιων όντων· ανώνυμη, πολτοποιημένη, δίχως καμία ελπίδα.

Η ψυχή τού εγκλείστου γίνεται η καραβάνα του. Ο γενικός χαρακτήρας είναι: μην πιστεύεις τίποτα, μην φοβάσαι τίποτα, μην ζητάς τίποτα. Πρόκειται για μια γενικευμένη μοιρολατρία και δεν επιθυμεί να στηριχθεί σε ηθικές υποχρεώσεις. Ακόμα και οι περιπτώσεις ενός πρωτόγονου αλλά ατόφιου ανθρωπισμού χάνονται μέσα στον ωκεανό μίσους, απανθρωπιάς και μυθικής αγριότητας.

Το καθεστώς αναπτύσσεται, κερδίζει από την εργασία των κρατουμένων, μετατρέπει το Αρχιπέλαγος σε όρος των μαρτυρίων. Δεν υπάρχει ίχνος δικαιοσύνης, ελπίδας και ανθρωπιάς.

Για τον Σολζενίτσιν το Γκουλάγκ είναι το καθρέφτισμα μιας λανθασμένης ιδεολογίας, αυτής των μπολσεβίκων. Για τον ίδιο είναι αναγκαίο να διαλέξει αν θα πρέπει να πάει προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, να πάρει θέση, να επιβιώσει, αλλά όχι παντί τρόπω.

Το απαγορευμένο βιβλίο του Σολζενίτσιν (άλλωστε και ο ίδιος ήταν persona non grata) συγκαταλέγεται στη χορεία των πολιτικών πόρων που ξεπερνούν την έννοια της λογοτεχνίας.  Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στο μνημείο του ανθρώπινου εκφυλισμού.

Φευ, στις μέρες μας μιλάμε για τις συνθήκες κράτησης στο Γκουαντάναμο, ωστόσο τούτο δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακόμη ιστορική φάρσα: αφού υπήρξε το Άουσβιτς, το Μπούχενβαλντ και το Γκουλάγκ, τίποτα δεν θα πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Η ανθρώπινη περίπτωση έχει αστείρευτες δυνάμεις «μόλυνσης» μέσα της.

Η μνημειώδης μετάφραση ανήκει στον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.