«”Γιατί εκείνοι κι όχι εμείς;” Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουν την απάντηση, και ας την κρατούν για τον εαυτό τους. Οφείλεται στους γονείς τους, στη νοοτροπία τους, στον τρόπο που κινούνται και μιλούν. Λέξεις, νεύματα, βλέμματα που εκείνες θέλησαν να μιμηθούν, και τα οποία όμως τ’ αδέλφια τους προσπέρασαν, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην αναγνώριση από τρίτους, Θέλησαν επίσης να στρέψουν την ενέργειά τους σε μια μερίδα της κοινωνίας, που έβλεπε με στραβό μάτι τους “νεαρούς μουσουλμάνους”, καινούργια και επικίνδυνα στρώματα της γαλλικής δημοκρατίας μετά το τέλος των αποικιών. Μπαίνοντας συχνά στον πειρασμό να ανταποδώσουν το στίγμα, κραδαίνοντας σαν απειλή τούτη τη θρησκεία που συνεχίζουν να τους προσάπτουν» (σελ. 239).

Ένας φόνος, της νεαρής αεροσυνοδού Λορά, που διαπράχθηκε με ιδιαίτερη αγριότητα και τελετουργικό. Βασικός ύποπτος είναι ο νεαρός Αχμέντ, Άραβας γεννημένος στο Παρίσι, που ζει έναν όροφο πιο κάτω και φρόντιζε τις ορχιδέες της (η Λορά ήταν ερωτευμένη μαζί του, όλοι το ήξεραν, μόνο εκείνος δεν το είχε καταλάβει). Ονειροπαρμένος και αλαφροΐσκιωτος, γιος μιας Αλγερινής που κατέρρευσε ψυχικά. Διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα που αγοράζει από τον Αρμένιο παλαιοβιβλιοπώλη της γειτονιάς. Ο Μοκτάρ, συνομήλικος του Αχμέντ, που έγινε σαλαφιστής έπειτα από έναν απαγορευμένο έρωτα. Οι φίλες της Λορά: η Αϊσά, η Μπεντού, η (εξαφανισμένη) Ρεμπεκά. Τα αδέλφια τους: ο Αλφά, ο Μουράντ, ο Ρουμπέν. Ο Εβραίος κουρέας Σαμ, ο μουσουλμάνος ιερωμένος Χακάκι. Η Σούζαν και ο Τζέιμς Μπαρνς: Μάρτυρες του Ιεχωβά, που ετοιμάζουν την εκδίκησή τους. Το «μαγικό» χαπάκι Γκόντζγουιλ, που παρασκεύασε ο νεαρός χημικός Ντοβ  Οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν την υπόθεση, η Ρασέλ Κουπφερστάιν και ο Βρετόνος Ζαν Αμλό, είναι αλήθεια ότι έχουν όλα τα στοιχεία στα χέρια τους, θα χρειαστούν όμως «εξωτερική» βοήθεια για να τα συνδυάσουν.

Στο πρώτο μυθιστόρημά του, το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας 2012, ο Καρίμ Μισκέ, γεννημένος το 1964 στο Αμπιτζάν, από πατέρα Μαυριτανό και μητέρα Γαλλίδα, «χωνεύει» μέσα σε 340 σελίδες τις διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές των πρωταγωνιστών του με την κοινωνική πραγματικότητα σε ένα από τα διαμερίσματα του Παρισιού, βάζοντας τους αστυνομικούς σε ένα ρόλο κοινωνικού λειτουργού (σχεδόν). Η δυναμική Ρασέλ και ο μελαγχολικός Ζαν, που εκτός από το πτυχίο Νομικής και την αστυνομική εκπαίδευση, έχουν ξεκινήσει (και έχουν παρατήσει) διδακτορικά στην κοινωνιολογία και στον κινηματογράφο, προχωρούν βήμα-βήμα και σε στενή συνεργασία μεταξύ τους για να διαλευκάνουν ένα έγκλημα που εκ πρώτης όψεως παραπέμπει αλλού. Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά την κουλτούρα της συγκεκριμένης γειτονιάς, τις μουσικές και τις άλλες προσλαμβάνουσες των νεαρών μουσουλμάνων, αράβων και εβραίων, που είναι όμως όλοι τους Γάλλοι. Το πρόβλημα της ένταξης ή αφομοίωσης των μεταναστών δεν είναι κυρίαρχο (ίσως και να έχει, εν πολλοίς, λυθεί εκ των πραγμάτων). Αντίθετα, η ισλαμοφοβία ανεβαίνει σταθερά στις δυτικές κοινωνίες.

Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου η δράση είναι αργή: θα πρέπει πρώτα να τοποθετηθούν τα πρόσωπα στο περιβάλλον τους, να δεθούν τα νήματα που τους συνδέουν, να αναπτυχθούν οι σχέσεις ανάμεσά τους. Ο Αχμέντ πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με τον φόβο του θανάτου (έχει υπάρξει αθέατος μάρτυρας σε έναν άλλο φόνο) και να βγει από την αδράνειά του. Στις τελευταίες σελίδες η δράση είναι καταιγιστική. Η γραφή είναι κινηματογραφική (ο Καρίμ Μισκέ ασχολείται εδώ και είκοσι χρόνια με το ντοκιμαντέρ) αλλά δεν υπολείπεται σε πυκνότητα και βάθος.

Σίγουρα υπάρχει κάθαρση, αλλά όχι πλήρης. Γιατί, όπως λέει ο προϊστάμενος του Ζαν και της Ρασέλ, η αστυνομία όφειλε να αντιμετωπίσει το κακό στο εσωτερικό της: «Για τα υπόλοιπα, κάναμε ό,τι μπορούσαμε και δεν τα πήγαμε άσχημα. Δεν υπάρχει απόλυτη νίκη. Δεν έχει τέλος αυτός ο αγώνας. Υπήρχε από πάντα και θα συνεχίσει να υπάρχει» (σελ. 321).