Ο γεννημένος το 1959 στο Κρεμς αν ντερ Ντονάου της Αυστρίας Robert Streibel είναι ιστορικός, στιχουργός και συγγραφέας. Στη Βιέννη σπούδασε Ιστορία, Γερμανική Φιλολογία, Θεατρικές Επιστήμες και Ιστορία της Τέχνης, ενώ εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον τομέα της Σύγχρονης Ιστορίας. Από το 1987 είναι μέλος της Ένωσης Λαϊκών Πανεπιστημίων Βιέννης και από το 1999 διευθύνει το Λαϊκό Πανεπιστήμιο Χίτσινγκ της Βιέννης. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα ιστορικά ερευνητικά έργα με έμφαση στον εθνικοσοσιαλισμό, στον εβραϊσμό και στους εξόριστους, πρωτίστως εστιάζοντας στην Κάτω Αυστρία και στη γενέτειρα πόλη του. Επιπλέον έχει οργανώσει πολλές δράσεις μνήμης για τους διωγμούς και την αντίσταση στο ναζιστικό καθεστώς. Επίσης, έχει εκδώσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό, μία ποιητική συλλογή και ταινίες. Συνεργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας με την εβδομαδιαία εφημερίδα Die Furche και με την καθημερινή εφημερίδα Die Presse.Το 1997 τιμήθηκε με το αυστριακό λογοτεχνικό βραβείο Willy und Helga Verkauf-Verlon Preis, το 2008 με το βραβείο της πόλης της Βιέννης για τη λαϊκή εκπαίδευση Preis der Stadt Wien fuer Volksbildung και το 2015 με το βιεννέζικο βραβείο Διαλόγου και Κατανόησης Leon-Zelman-Preis. Το εν λόγω έργο είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Τον Ιανουάριο του 1945, ο Λέοπολντ Χαρτ φτάνει για δεύτερη φορά στην ειρκτή της συνοικίας Στάιν, της μικρής –παραποτάμιας στον Δούναβη– πόλης Κρεμς αν ντερ Ντονάου που βρίσκεται στην επαρχία Όστμαρκ της βορειοανατολικής Αυστρίας. Από τους 300 περίπου Έλληνες που βρίσκονται ήδη εκεί συγκρατούμενοί του είναι ο Ευάγγελος Βελοδής, ο αντιστασιακός Κώστας Γερνίδης και ο Εαμίτης Δημήτρης Στανόπουλος. Επίσης γνωρίζουμε μεταξύ άλλων κρατουμένων, τον Γάλλο αιχμάλωτο πολέμου Λουί Μαρά, τους Γερμανούς κομμουνιστές Μαξ Χάφμαν και Ζίγκι Καλτ, τον πολιτικό κρατούμενο Ρούπερτ Χάλερ, τον αντιστασιακό κομμουνιστή Άλοϊς Βέστερμαν.

«Ο Δημήτρης και ο Κώστας έπιασαν αργά το απόγευμα να τραγουδούν τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Όλοι οι Έλληνες κρατούμενοι του Στάιν περίμεναν πότε θα αρχίσει το τραγούδι αυτό. Τις Κυριακές τραγουδούσαν για τον συννεφιασμένο κυριακάτικο ουρανό, που είναι τόσο βαρύς όσο και η καρδιά.

Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου,

που έχει πάντα συννεφιά, συννεφιά,

Χριστέ και Πα- Χριστέ και Παναγιά μου.

Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή που ΄χασα τη χαρά μου.

Συννεφιασμένη Κυριακή, Κυριακή,

Ματώνεις την, ματώνεις την καρδιά μου.

Όταν σε βλέπω βροχερή, στιγμή δεν ησυχάζω.

Μαύρη μου κάνεις τη ζωή, τη ζωή

και βαριανα- και βαριαναστενάζω» (σελ. 30).

Πέρα όμως από τους κρατούμενους και τον αγώνα τους για επιβίωση απέναντι στην ασιτία, στο κρύο, στους βασανισμούς, στην καταναγκαστική εργασία και στον καθημερινό φόβο εκτέλεσής τους, γνωρίζουμε και άλλα πρόσωπα. Προεξέχοντα είναι ο παράνομος εθνικοσοσιαλιστής και διευθυντής της φυλακής Άντολφ Κερ, ο αναπληρωτής διευθυντής Βάλτερ Μπαουμπέργκερ, οι δεσμοφύλακες Φέλιξ Λάγκνερ και Βέρνερ Λένγκερ, ο τραμπούκος Μπερτ Βάγκνερ, ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Εφόδων Ζεπ Πίλερ και ο γιατρός της φυλακής δόκτωρ Άντολφ Βίτερ. Σημαντικό ρόλο στα ιστορικά γεγονότα διαδραματίζουν και πρόσωπα από τον τοπικό πληθυσμό που διαμένει κοντά στη ναζιστική φυλακή, όπως η κόρη ανθρακωρύχου Μίνα Γκραφ, ο ιδιοκτήτης κρασοπουλειού Ρούπερτ Ζουμχόφερ, η κουτσομπόλα Άννα Ρέζερνικ και η οικογένεια κρεοπωλών Τσαϊλινγκέρ.

Έναν περίπου μήνα πριν από την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας σε όλα τα μέτωπα, και ενόψει της προέλασης του Κόκκινου Στρατού προς τη Βιέννη, κατόπιν προτροπής του Γενικού Εισαγγελέα Άντολφ Στόλχοφ και διαταγής του περιφερειάρχη, δίδεται η ακατανόητη και αναπάντεχη διαταγή, να αποφυλακιστούν οι 1.800 κρατούμενοι στις 6 Απριλίου 1945. Όμως, μία ανάσα μετά την ελευθερία τους, όσα πέρασαν οι έγκλειστοι όλα αυτά τα χρόνια επιβίωσης στο σωφρονιστικό ίδρυμα, δεν μπορούν να συγκριθούν με την τραγική μοίρα που επιφυλασσόταν σε πολλούς από αυτούς από την πρώτη κιόλας στιγμή που διάβηκαν διστακτικά τις ορθάνοιχτες πύλες του Στάιν. Η Schutzstaffel (Ες Ες), η Sturmabteilung (Τάγματα Εφόδου) και η Βέρμαχτ εξαπολύουν ένα ανθρωποκυνηγητό εντοπισμού και εξόντωσης των εκατοντάδων, ελεύθερων πια, τέως κρατουμένων με αποτέλεσμα να διαπραχθεί μία σφαγή και ένα λουτρό αίματος άνευ προηγουμένου. Ποια θα είναι η στάση των ντόπιων αμάχων χωρικών και απλών μεροκαματιάρηδων κατοίκων της επαρχιακής πόλης Κρεμς, απέναντι σε αυτό τo μαζικό κυνήγι δολοφονιών που διαδραματίζεται μπροστά στις αυλές τους και στα μάτια τους;

Ο συγγραφέας φέρνει στο φως για πρώτη φορά ένα ξεχασμένο γεγονός της σύγχρονης αυστριακής ιστορίας, το οποίο διαδραματίστηκε κατά την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού, μία εποχή που αποδίδεται περιφραστικά ως «τα σκοτεινά χρόνια» 1938-1945. Το πολυφωνικό και συγκλονιστικό μυθιστόρημα, το οποίο θίγει ταυτόχρονα και ορισμένες πτυχές της ελληνικής ιστορίας κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν θα μπορούσε να εκπονηθεί αν ο δημιουργός του δεν είχε πάρει πλήθος προσωπικών συνεντεύξεων και δεν είχε ταξινομήσει τις οδυνηρές αναμνήσεις και εξιστορήσεις των επιζώντων αλλά και των κατοίκων του Κρεμς. Αν και ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστός, το μνημείο που βρίσκεται στο κοιμητήριο του Στάιν είναι αφιερωμένο στα 386 θύματα του μακελειού. Ο ίδιος ο πατέρας του συγγραφέα ήταν μόλις 13 ετών όταν παρατηρούσε εμβρόντητος τις πύλες της ειρκτής να ανοίγουν διάπλατα και γινόταν μάρτυρας όσων επακολούθησαν. Όλα τα ονόματα στο έργο είναι φανταστικά προς αποφυγήν της σύγκρισης με μια υποτιθέμενη ιστορική αντικειμενικότητα, αλλά η αναλογία των τεκμηριωμένων γεγονότων είναι η ύψιστη δυνατή.

Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του Έλληνα αντιστασιακού κρατουμένου στο Στάιν από το 1944 και επιζήσαντα της σφαγής της 6ης και 7ης Απριλίου 1945, Γεράσιμου Γαρνέλη, ο οποίος έζησε στο Κρεμς μέχρι τον θάνατό του. Στην 70ή επέτειο, η πόλη του Κρεμς, κατόπιν προτροπής του συγγραφέα, τίμησε εκείνον τον Έλληνα φυλακισμένο και πολέμιο του ναζισμού στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα, εγκαινιάζοντας με τη νέα ονοματοθεσία Gerasimos-Garnelis-Weg (οδός Γεράσιμου Γαρνέλη), έναν μικρό δρόμο που συνδέει το σωφρονιστικό κατάστημα του Στάιν με κεντρική οδό της περιοχής.

«Την ιστορία των Ελλήνων κρατουμένων μπόρεσε ευτυχώς να τη διηγηθεί ο ίδιος ο Γεράσιμος Γαρνέλης. Ο Γεράσιμος δεν μπόρεσε να επιστρέψει το 1945 στην πατρίδα του λόγω του Εμφυλίου Πολέμου, κι έτσι έζησε στο Κρεμς μέχρι τον θάνατό του. Επιθυμία μου είναι με αυτή την ιστορία να αποδοθεί φόρος τιμής και στην προδομένη αντίσταση των Ελλήνων. Οι αγωνιστές εκείνοι της αντίστασης, οι αντάρτες, είχαν απελευθερώσει την πατρίδα τους το 1944 με τις δικές τους δυνάμεις και με την υποστήριξη των Βρετανών, και είχαν αναγκάσει τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση» (σελ. 19).

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον πρόλογο του ιστορικού, περιγράφοντας δύο ιστορίες που σημάδεψαν τη μετέπειτα ζωή του, ενώ ακολουθούν 52 σύντομα κεφάλαια που πραγματεύονται τη ζωή των φυλακισμένων, των δεσμωτών τους και τη διφορούμενη στάση που κράτησε απέναντι στις μαζικές δολοφονίες η κοινωνία της πόλης, η οποία επαληθεύεται από τη ρήση του συγγραφέα «Κάθε κοινωνία χρειάζεται να πιστεύει ότι απειλείται».

Το βιβλίο κλείνει με έναν πίνακα προσώπων, ο οποίος στοιχειοθετείται από χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων τους, με τις κατατοπιστικές σημειώσεις του συγγραφέα που διευκολύνουν την αναγνωστική ροή και ένα επίμετρο από τον διδάκτορα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιάσονα Χανδρινό, το οποίο αναφέρεται στους Έλληνες ομήρους και εργάτες καταναγκαστικής εργασίας στη ναζιστική Γερμανία. Το μεταφραστικό έργο της Μαριάννας Χάλαρη και η επιμέλεια της Λένιας Μαζαράκη προσδίδουν στο κείμενο την απαραίτητη αμεσότητα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.