Οι σύγχρονοι νέοι ποιητές δημιουργούν μέσα στην Κρίση με καύσιμο το Έρεβος και μεταβολίζοντας την περιρρέουσα απαισιοδοξία σε ζέση δυναμική. Αυτός εξάλλου δεν είναι κι ο φυσικός ορισμός της Ποίησης;

«Θα μπορούσαμε να διδαχθούμε από τα δέντρα

Αναπτυσσόμενοι να απομακρυνόμαστε από τη γη

Ριζώνοντας συνεχώς διακλαδιζόμενοι μέσα της…»  λέει στο ποίημα της σελ. 46. Και μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να μπει στο πάνθεον των μεταμοντέρνων ηρώων που όχι μόνον δεν εγκαταλείπουν τη χώρα τους αλλά μένουν εδώ και δίνουν τον ιερό όρκο υπέρ γλώσσης και πανάρχαιων ρυθμών (με την έννοια της Αισθητικής). Εξηγούμαι: το να γράφεις σε μια γλώσσα που τη μιλούνε ελάχιστα εκατομμύρια άνθρωποι από τους οποίους διαβάζουν συστηματικά και λειτουργούν ως συνδημιουργοί αναγνώστες όχι πάνω από τρεις χιλιάδες (ναι, 3.000 μόνον) παγκοσμίως, ε, αυτό είναι νομίζω τόσο ηρωικό κι απελπισμένο όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο τον πλατύ. Και να επιμένεις και να σε σπρώχνουν και να σε διαγ(κ)ωνίζονται και να σε απαξιώνουν και να σε υποτιμούν… εεε, εντάξει, θα έπρεπε κάποτε δίπλα στον Άγνωστο Στρατιώτη να στήσουμε μνημείο τω Αγνώστω Ποιητή/Ποιήτρια και να καταθέτουμε στεφάνους σε καθημερινή βάση, νυχθημερόν. Γιατί μια δράκα ποιητές έμειναν από την Αρχαιότητα και μερικά σπαράγματα αρχιτεκτονημάτων έργων Τέχνης, αρκετά όμως για να μεταφέρουν το Μέτρο και την Αναλογία απανταχού της ανθρωπίνης Σκέψεως, όσο υπάρχουν ακόμα ανθρώπινοι νόες και δεν έχουν αντικατασταθεί από τις μηχανές.

Όμως ας ακούσουμε τον νεαρό (υποθέτω, από τη γραφή του) φερέλπιδα ποιητή:

IV

 

Οι φθαρμένοι πάγκοι

Στα λουλουδάδικα

 

Χαραγμένοι από τις πολλές

Βαθιές εξαναγκαστικές διευθετήσεις

 

Εφημερεύουν και σήμερα

 

Δεχόμενοι αδιακρίτως

Όλα τα περιστατικά

Ακρωτηριασμού βλαστών

 

Που προορίζονται

Για τα προσκέφαλα απουσιών

Μελλοντικών και μη (σελ. 13).

Ποίηση εικονοποιητικώς κινηματογραφική και εικονοκλαστικώς απομυθοποιητική/αναμυθοποιητική αυτού που λέμε «Πραγματικότητα» και καθημερινός κόλαφος.

X

 

Μαυρίζουν τα βράχια στις άκρες

Πριν βυθιστούν στη θάλασσα

 

Εκεί που σκάνε τα νεφελώματα των αφρών

Εκεί που καταλήγει η κατακόρυφη

Λαμπρότητα του ασβέστη

 

Μόνο οι αθάνατοι φύονται

Σ’ αυτήν την πιεστική

 

Του λευκού

Επικράτηση (σελ. 21).

Αυτό γράφτηκε και τυπώθηκε τον Ιούλιο πριν από την πετρελαιοκηλίδα του Αργοσαρωνικού που διέλυσε προσωρινώς την «παραμύθα» του τουριστικού μας ευδαιμονισμού. Μέσα στις παραισθήσεις ζούμε, πουλώντας κι αγοράζοντας ψευδαισθήσεις στο παζάρι, ανταλλάσσοντας τα ντόπια παραμύθια με ξένα κόλλυβα (εννοώντας τα δανεικά κι αγύριστα πανωτοκισμένα «θαλασσοδάνεια» του ταλαίπωρου κράτους μας)…

XXVIII

 

Τα αυτοκίνητα δεν είναι σπίτια

Κι ας μας δέχτηκαν σε φωτογραφίες εποχής

Με τρανζίστορ και λευκό

Λες κι ήταν κοκάλινο τιμόνι

 

Καθίσματα υπόλευκα με παράλληλες ραφές

Ενιαία για ν’ αγγίζονται τα πόδια μας

Ή για ν’ απλώνονται τα χέρια πίσω από τις πλάτες

Όταν βάζαμε την όπισθεν και γυρνούσαμε

Αναζητώντας το ίχνος της διαδρομής

 

Ένας λευκός κύκλος γύρω από το ασήμι των τροχών (σελ. 47).

Κι εδώ γυρίζουμε πίσω. Ατενίζοντας το παρελθόν λαμβάνουμε μία αντεστραμμένη αντανάκλαση ενός μέλλοντος που δεν θα διαφέρει και πολύ αφού η «νοσταλγία της ανάμνησης» (κατά Παπανούτσο) προσφέρεται για αδόκητες, επαναλαμβανόμενες, αψυχολόγητες ή αιτιολογημένες προβολές στο μέλλον, σε ένα μέλλον σκαιό για τη νεότερη γενιά που καλείται να περπατήσει στα κάρβουνα μιας ακόμα καταστροφής σαν αναστενάρης που έγινε το πέλμα του σόλα σκληρή κι αντέχει ως φαίνεται ακόμα πολυάριθμες εκ-στάσεις. Ο λόγος που δεν στασιάζουμε ως Έλληνες είναι θαρρώ πως είμαστε ποιητές, ανατολίτες χρησμολάγνοι, βαθέως μεταφυσικοί, με πλήρη τη φιλοσοφική πεποίθηση της ματαιότητος των πάντων. Και ποια μεγαλύτερη επανάσταση από την Ποίηση που κάνει τον καθιερωμένο Λόγο να τρίζει συθέμελα κι αναταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της πεπαλαιωμένης ευπρέπειάς μας; Αν ήξεραν όλοι αυτοί που αποφασίζουν ερήμην των απλών ανθρώπων τις «παράπλευρες απώλειες», αν ήξεραν πόσο ρηξικέλευθοι, πόσο αποτελεσματικοί είναι οι ποιητές (εάν και όταν Ποιητές είναι), δεν θα τολμούσαν θαρρώ να βάλλουν κατά των αδυνάτων. «Υπέρ αδυνάτου/αδυνάμου» λοιπόν ο λόγος του νεόπλωρου ποιητή που μιλάει με χρησμούς και προφητεύει τα γνωμικά του μέλλοντος με επιγραμματική διάθεση βροχοποιού.