Πώς φτάσαμε ως εδώ
Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία,
πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή…
Άλκης Αλκαίος
Δεκέμβρης 2008: τα επεισόδια μετά την πορεία καταλήγουν σε βανδαλισμούς και εμπρησμό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. ”Απόψε δεν έχουμε φίλους”, φωνάζουν οι νεαροί ”κουκουλοφόροι” που δρουν εκείνη τη νύχτα. Ανάμεσά τους κι ένας όχι πια νεαρός αλλά εξίσου οργισμένος: Διδάκτωρ Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής, γράφει το καταχωνιασμένο δίπλωμα στα συρτάρια του γραφείου του…
Αυτό είναι το χρονικό σημείο, απ’ όπου η Σοφία Νικολαΐδου επιλέγει να πιάσει το νήμα της νεότερης, ελληνικής ιστορίας και να διαγράψει έναν πλήρη κύκλο από την περίοδο της Κατοχής, και τα άγρια χρόνια που ακολούθησαν, έως τη δεκαετία του ’80 -την εποχή της ”Αλλαγής”-, και από εκεί ξανά στο σήμερα, στην ταραχώδη, πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Στο κέντρο του κύκλου, μια πόλη -η Θεσσαλονίκη-, και μια πανεπιστημιακή σχολή, η Φιλοσοφική. Πιασμένοι στα γρανάζια της Ιστορίας (αλλά και της οικογενειακής και προσωπικής πορείας του καθενός), τρεις γενιές Ελλήνων βιώνουν τα γεγονότα: φοιτητές, καθηγητές, συγγενικά πρόσωπα, σύζυγοι, εραστές, εμπλέκονται ο ένας στη ζωή του άλλου, άλλοτε με θετικό κι άλλοτε με αρνητικό αποτέλεσμα και μαθαίνουν από την καλή και από την ανάποδη πόσο απέχει η θεωρία από την πράξη…
Η Νικολαΐδου, με τη δύναμη της γραφής της αλλά και την ειλικρίνεια με την οποία προσεγγίζει τα όσα συνέβησαν τα τελευταία εξήντα χρόνια στην Ελλάδα, κατορθώνει όχι μόνο να φέρει σε πέρας ένα απολαυστικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα που τιμά τη σύγχρονη, νεοελληνική πεζογραφία (κι αυτό είναι ήδη ένα μεγάλο επίτευγμα), αλλά κάτι πολύ δυσκολότερο: να συνθέσει, σε ένα άκρως ”διαβαστερό” μυθιστόρημα που δεν θέλεις να αφήσεις από τα χέρια σου, ένα ζωντανό κι ακόμα αιμάσσον κομμάτι Ιστορίας.
Η γλώσσα του κειμένου είναι λιτή και ακριβής, με ισχυρή, όμως, εικονογραφία, ενώ το υπόγειο, ”μαύρο” και συχνά ανατρεπτικό χιούμορ διαβρώνει τη βαρύτητα των γεγονότων (φέρνοντας στο μυαλό το στίχο του Πούσκιν: ”Πόσο θα ‘τανε γελοίο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό”). Το μεγάλο προσόν της αφήγησης είναι ο διαυγής ρεαλισμός: οι χαρακτήρες του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος είναι ολοζώντανοι και απολύτως αναγνωρίσιμοι, βγαλμένοι αυτούσιοι μέσα από την ελληνική πραγματικότητα, παλαιότερη και σύγχρονη. Ακόμα και οι λεπτομέρειες των σκηνικών όπου εκτυλίσσεται η πλοκή αποτελούν αυθεντικά κομμάτια από τη συλλογική μνήμη των Νεοελλήνων: π.χ. δεν μπόρεσα να μην γελάσω αλλά και να μην συγκινηθώ από αναμνήσεις, με την παρουσία της αφίσας του Ανδρέα Παπανδρέου στην παιδική καθημερινότητα της δεκαετίας του ’80, εν είδει ”εικονίσματος” για τους φανατικούς, ”Πασόκους” γονείς! Με μεγάλη δε ακρίβεια, αποδίδει και τα όσα διαμείβονται στα αμφιθέατρα και τους διαδρόμους των ελληνικών πανεπιστημίων (όσοι έχουν περάσει από τα πανεπιστημιακά έδρανα την τελευταία εικοσαετία σε πολλά σημεία θα χαμογελάσουν πικρά…).
Ο ρεαλισμός, όμως, της γραφής δεν εξορίζει το συναίσθημα. Αντιθέτως: υπάρχουν σκηνές έντονης συγκινησιακής φόρτισης, ενώ η οπτική γωνία από την οποία η συγγραφέας βλέπει και αναλύει, μέσα από τα μάτια των ηρώων της, τα ιστορικά γεγονότα είναι εκείνη του συναισθήματος – διότι αντικειμενικότητα στην Ιστορία αλλά και στη ζωή δεν υπάρχει. Όπως λέει και ένας από τους ήρωές της: ”Η Ιστορία είναι υπόθεση προσωπική. Πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου και μετά διαλέγεις πλευρά”.