Η χαμηλόφωνη στοχαστική ματιά πάνω στην Ιστορία που μεθερμηνεύει το τώρα με τη σεμνότητα του παρατηρητή, είναι το χαρακτηριστικό της πρώτης ποιητικής εμφάνισης του φιλολόγου Γιώργου Δ. Μπέτη, με τον σεμνό τίτλο «Απόπειρα Ι». Πολλοί νεότεροί του και άμουσοι νεοσσοί θεωρούν το έργο τους τελειωμένο έτοιμο προς βράβευσιν, κι ενίοτε αποσπούν τον πολυπόθητο κότινο του πρωτο-εμφανιζόμενου (και το αντίστοιχο χρηματικό ποσόν, φυσικά). «Σαν έτοιμος από καιρό» ο απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που ζει από το 1975 στην Αθήνα και υπηρέτησε ως καθηγητής στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης, έρχεται με το πρώτο του βιβλίο να αρθρώσει τον δικό του δομημένο λόγο και να μας αναπτύξει λυρικά με προσεκτικές δόσεις καυστικού οξέος  υποδόριας ειρωνείας τις δικές του ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές παρατηρήσεις. Ο Έρως απών από το ποιητικό του εργαστήρι. Κι ο Θάνατος επίσης. Μόνο η κρεατομηχανή του Πολέμου ανανεώνει το σκηνικό της Ιστορίας από πρωταγωνιστές και κομπάρσους (αδιακρίτως). Στο αριστουργηματικά λιτό ποίημα «Ο τρόπος κι ο στόχος», ο αλαζών κι άτεγκτος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α’ πέφτει θύμα του ίδιου του νόμου που εθέσπισε: «Ή ν’ αδικείς ή να ζεις θα πάψεις». Το τραγικό υπόβαθρο της πτώσης του, η σοφόκλεια «καταστροφή» του υψιπετούς «ήρωα», που αμφισβητεί εμπράκτως τη Θεία Δίκη και την Ανάγκη, στην οποία υπακούν κι οι αθάνατοι ακόμα, φέρνει τον βυζαντινό βασιλέα στην ίδια μοίρα με τον επονείδιστο Οιδίποδα. Όπως στα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη και του Χριστιανόπουλου, εδώ το μυθολογικό υλικό αναπλάθεται κατά το δοκούν για να οδηγήσει σε μια πρωτότυπη ποιητική δημιουργία. Σε αυτό το ποίημα η ιδιόλεκτος είναι λιγότερο «λογία», η σύνταξη απλή, καθημερινή, χωρίς αρχαΐζουσες συντακτικές ακροβασίες. Σε αυτόν τον τόνο και σ’ αυτό το μήκος κύματος, νομίζω ότι ο πάνοπλος ποιητής μπορεί να μεγαλουργήσει σε μελλοντικές «απόπειρές» του. Γιατί σε άλλα ποιήματα, περισσότερο εκτενή, με δραματικές επαναλήψεις των αρχικών λέξεων ή μορίων, με υπερ-χρήση του ασύνδετου σχήματος και με επεξεργασμένη λογιοσύνη, ο ποιητής απευθύνεται σε ένα μάλλον ακαδημαϊκό κοινό. Όμως το δυναμικό του έχει ένα απολύτως «λαϊκό» βεληνεκές και η τιμιότητα της ματιάς του πάνω στα κακώς κείμενα του διαχρονικού ελληνισμού θα μπορούσε να τον αναδείξει σε μια απολύτως «πολιτική» ποιητική «περσόνα», που διατηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τις εύκολες πολιτικοποιήσεις της τρέχουσας Κρίσης. Στο ποίημα «Οι Κύκλοι», ειρωνεύεται και σαρκάζει διακριτικά τις διάφορες συντεχνίες που δεν επιτρέπουν σε κανέναν να πατήσει το υποτιθέμενο χωράφι τους, προασπίζουν τα κεκτημένα τους και δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου να μοιράζουν βραβεία, οφίτσια και κονδύλια με τους ομοίους τους, ακόμα και βλάπτοντας το κοινό Καλό. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε; Οι λιγοστοί αρχαίοι Έλληνες, που αναχαίτισαν δυο φορές την αχανή αυτοκρατορία των Περσών, αλληλοεξοντώθηκαν στο τέλος με αποτελεσματικό τρόπο σε έναν Πελοποννησιακό εμφύλιο. Τα ιστορικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται κυκλικά. Οι αξίες εξορίζονται ή εξωθούνται στον εκπατρισμό, τα υψηλά στάχια αποκεφαλίζονται και οι μέτριοι κυβερνούν κι ανακυκλώνουν την απίθανη επιβιωσιμότητά τους, αντίθετοι σε κάθε εξελικτικό νόμο, κι ελαχιστοποιώντας την «κρίσιμη» εκείνη «μάζα» που θα εξωθούσε το σύστημα σε θεσμικές αλλαγές και βελτιώσεις. Τελικά, αν είμαστε σε κάτι καλοί ως Έλληνες είναι στην εξαγωγή πνευματικών οντοτήτων και στην εισαγωγή επαρκών περιηγητών του πολιτιστικού μας τοπίου. Αυτή η πικρή διαπίστωση διαπνέει όλη την πρώτη (και όψιμη) ποιητική συγκομιδή του Γιώργου Δ. Μπέτη.

Στο τεχνικό μέρος, οι επιτηδευμένες, αλλόκοτες παρηχήσεις, οι ειρωνικές συνηχήσεις και οι προσεγμένες χασμωδίες, δημιουργούν ένα απολύτως ιδιότυπο προσωπικό ύφος, αναγνωρίσιμο κι αναγνωριστέο.

Στο επίπεδο της αισθητικής, μιλάμε για έναν εκσυγχρονισμένο ρομαντισμό με εφηβικά όνειρα και νεανικά ιδεώδη, που προδόθηκαν – βεβαίως–, δεν οδήγησαν όμως τον ονειρευάμενο στον κυνισμό και στην ισοπεδωτική απόσταση από τα κοινωνικά δρώμενα. Κανένας ελιτισμός, σνομπισμός ή λόγια αποστασιοποίηση από τον «όχλο», τον κακώς εννοούμενο «λαουτζίκο», δεν διαφαίνεται στη θεματική του Γιώργου Δ. Μπέτη. Αυτή είναι και η διαφορά του από πολλούς συνομήλικους «αστούς» (ή βιαίως αστικοποιημένους) «ομοτέχνους» του, που ονειρεύονται το πολυπόθητο βραβείο Νόμπελ και είναι πρόθυμοι να δώσουν τα πάντα για αυτή τη στιγμή. Όχι, ο δικός μας ποιητής, ο σεμνός δάσκαλος Γιώργος Δ. Μπέτης, έρχεται σήμερα «χωρίς φόβον» και «δίχως πάθος» να πει «τα λιγοστά του λόγια», χωρίς να ανυπομονεί να «κάνει πανιά η ψυχή του», χωρίς να ελπίζει, χωρίς να πιστεύει, χωρίς να εθελοτυφλεί, χωρίς να τρομοκρατείται από τις σύγχρονες παμπόνηρες σειρήνες του Χάους (ενός χάους που θα καταβαραθρώσει πρώτα τις ίδιες τις Κασσάνδρες, τις κουτοπόνηρες εκμεταλλεύτριές του).

Η Ποίηση δεν είναι μια νεκρή τέχνη, όσο κι αν βιάζονται κάποιοι να της βράσουν κόλλυβα και να τελέσουν το μνημόσυνο των δικών τους εφηβικών ποιητικών αναζητήσεων. Η Ποίηση απλώθηκε στο Διαδίκτυο, ξέφυγε από αυθεντίες, διαμεσολαβητές, μεσάζοντες και λογοκλόπους. Ξαναγύρισε στη δημοκρατία τού ευκόλως κι ελευθέρως εκφωνούμενου δημοτικού τραγουδιού. Και μέσα από το θολό τοπίο της παρακμής θα στοιχειοθετήσει το καινούργιο ψηφιδωτό πρόσωπό της. Χωρίς ψιμύθια και ωραιοποιήσεις που καταβαράθρωσαν το προσωπείο των παλαιών, ξεφτισμένων και πολυκαιρισμένων ποιητών κι αστερίσκων.

Η ανάδυση ποιητικών προσωπικοτήτων, όπως του Γιώργου Δ. Μπέτη, που τόσες δεκαετίες εργάζονταν στη σκοτεινιά του υγρού κελιού τους, ως μοναχοί μιας άγνωστης ακόμα θρησκείας, ή κοσμοκαλόγεροι κομιστές της καινούργιας Αναγέννησης που θα ξημερώσει, είναι η απόδειξη ότι τίποτα δεν χάθηκε ακόμα κι ο Φοίνικας ξεπηδάει πάντα νεόκοπος από τις στάχτες του. Γιατί το Φως δεν χάνεται και το Πυρ δεν καταστρέφεται. Οι μορφές μόνο ανακυκλώνονται στο φριχτό καμίνι της Ιστορίας. Κι αυτό που μένει είναι μόνο το ουσιώδες, το κρυσταλλικό, το πολύτιμο, το ανέπαφο κι αναλλοίωτο, το άμωμο κι αγνό. Η καλή πρόθεση να πούμε κάτι που «ν’ αλατίζει» για να μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση μας στους άλλους, τους νεότερους, τους κατοπινότερους, αυτούς που θα έρθουν να πατήσουν εδώ τα ίδια χώματα, τότε που θα έχει σκορπίσει ακόμα και η στάχτη μας, αυτή είναι η μόνη εγγύηση αθανασίας, που μπορεί να προσεγγίσει ο τίμιος πνευματικός εργάτης.

Κι ένας από αυτούς είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Ας τον υποδεχτούμε με σεβασμό κλίνοντας ελαφρά την κεφαλή στο πέρασμά του.