«Διαστημική» ποίηση από μία φυσικό, ερευνήτρια των στοιχειωδών σωματιδίων, και στο CERN. Κι όταν λέω «διάστημα» δεν εννοώ εκείνο το αχανές «κενό» εκεί έξω, που βρίθει ζωής και οργιαστικών εκρήξεων. Εννοώ το εσωτερικό μας διάστημα, εκεί που ο Ήλιος είναι πάντα κόκκινος, αείποτε βασιλεύων, ουδέποτε δύων, όχι πριν από το έσχατο τέλος, εκεί που θα μας ρουφήξει η ορφική Νύξ να μας εκκολάψει ως Ωόν διά του Έρωτος της Παλιγγενεσίας. Ναι, λάθος καταλάβατε. Είναι πέραν των ανακουφιστικών εν πολλοίς, παυσιπόνων και παυσιλύπων θεωριών περί μετενσαρκώσεως (ή  -έστω– μετεμψυχώσεως) η αυθεντική υπαρξιακή Αγωνία της ποιήτριας Κατερίνας Ζαχαριάδου. Η νοσταλγία του Χρόνου δεν είναι μελοδραματικά αγαπησιάρικη, δεν καταφεύγει σε φτηνά κλισέ, δεν ωραιοποιεί ηλιοβασιλέματα και παρελθόντες έρωτες, ούτε καν τον «παράδεισο» της παιδικής ηλικίας, δεν «αναζητά τον χαμένο χρόνο» αντάμα με τον Προυστ, δεν βαυκαλίζεται, δεν ηδονίζεται μεμψιμοιρώντας, δεν προσπαθεί να μας πείσει για το Τίποτα. Απλώς θρηνεί το Μηδέν που δεν γίνεται Εν, το Ένα που δεν γίνεται Άπαν, τους αριθμούς που έχουν πάντα δίκιο, δεν μπορούν όμως να μας οδηγήσουν –ακόμα– σε μία αλάθητη Αρμονία… Αλγόριθμοι θλίψης αυθεντικής, εγγενούς κι εξωγενούς, αυθύπαρκτης κι αναλλοίωτης, είναι τα ποιήματα αυτής της διακριτικής συλλογής. Κι η ζωγραφική διάχυση των χρωμάτων, με μικρές, κοφτές πινελιές, σοφά υπολογισμένες, δείχνει μια μαθηματική δόμηση που την απομακρύνει τόσο από τον μεταμοντερνισμό όσο κι από κάθε μοντερνιστική θολότητα. Ο ποιητικός φακός της Κατερίνας Ζαχαριάδου εστιάζει στο αρχετυπικό, στο ουσιώδες. Είναι μεγεθυντικός και απομακρυντικός ταυτόχρονα. Η γεωμετρία που χρησιμοποιεί όταν οραματίζεται τοπία είναι παραβολική και υπερβολική ταυτόχρονα, χωρίς να αρνείται όμως και την ευκλείδεια, απλώς χρησιμοποιώντας την ως πρόφαση καταφέρνει να τετραγωνίσει ποιητικώς τον κύκλο και να εξορθολογίσει το Παράλογο. Αυτό το Ά-λογο κομμάτι της ύπαρξης που ασφυκτιά μέσα στα όρια των κελιών και ταυτόχρονα τα επιδιώκει με απελπισμένη μανία, αυτός είναι ο θεματολογικός άξονας της χαμηλόφωνης ποιήτριας. Εσωτερικά ταξίδια, ναι, είναι τα τραγούδια της. Σε καμία όμως περίπτωση δεν εντάσσονται, δεν κατατάσσονται, δεν περιορίζονται και δεν χαρακτηρίζονται από τον όρο «Λογοτεχνία φυγής». Δεν θέλει να φύγει η Κατερίνα Ζαχαριάδου, δεν θέλει να πεθάνει, απεχθάνεται την ανυπαρξία… Ερωτοτροπεί όμως με την Ταχύτητα, διερευνά την υπέρβαση των ορίων, με κάθε κόστος, ενώ ταυτόχρονα στήνει και ξαναστήνει φράχτες, όπως θα σκάλιζε τοτέμ, αν ζούσε σε φυλές της Αφρικής. Αποτροπαϊκή του Φόβου η ποίησή της, αλλά και λησμονιά της Αγάπης… Δεν μηρυκάζει, δεν ορρωδεί, δεν μεμψιμοιρεί, δεν εξαγγέλλει, δεν απαγγέλει κατηγορίες. Είναι εκεί και υπάρχει, σιωπηλώς κραυγάζουσα κάτω από τα άστρα που κατοικούν μέσα μας, που ενοικούν την κοιλιά μας, τα σπλάχνα μας. Θέλει να αφεθεί στη νοσταλγία και δεν μπορεί, θέλει να φωνάξει και κρατιέται, θέλει να τρέξει με την ταχύτητα του Φωτός και σκέπτεται ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, υπερβαίνει την ταχύτητα του Φωτός και το αντιλαμβάνεται μόνον από την έλλειψη της στιγμής ακριβώς εκείνης που κάτι τέτοιο ήταν φυσικό επακόλουθο και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το επισημάνεις, να το κάνεις καν θέμα, να το συζητήσεις, να το μοιραστείς με τους άλλους. Εκείνο όμως που κοινωνεί μαζί μας σήμερα, το μήνυμα και το νόημα της γραφής της, είναι –νομίζω– πως «ερωτευτείτε κατά λάθος και τότε –ίσως– το πιο τρελό συλλογικό μας όνειρο ν’ αληθέψει».

Με συγχωρείτε για την αιρετική κι απρόβλεπτη, εκτός «κανόνος» κι αντισυμβατική κριτική μου αυτή προσέγγιση, αλλά κάποτε η Ποίηση υπερβαίνει τα συλλεχθέντα ποιήματα και τότε, όλα τα μέτρα και σταθμά του Κόσμου είναι άχρηστα.

Αγαπητοί φίλοι, η σχετικότητα του Μεγαλείου της ποιητικής Υπάρξεως μιας κάποιας Κατερίνας Ζαχαριάδου αγγίζει σχεδόν τα όρια της φιλοσοφικής ταπεινότητος.

Όσο για το Νόημα, την αναζήτηση ή επινόηση κάποιου νοήματος έτσι ώστε να σκοτώσεις ακόμα μία μέρα με μπεκετικό τρόπο, να ξεγελάσεις τον Χρόνο και να βάλεις τρικλοποδιά στην Ανία, σε αυτό η διδάκτωρ Φυσικής είναι «Μανούλα» κι άξια μαγείρισσα. Καταφέρνει μέχρι τώρα να ελέγχει την εσωτερική έκρηξη των κυττάρων της με ζωγραφικώς ποιητικό τρόπο.

Η παραδοχή της προσωκρατικής αενάου κινήσεως της Ύλης, η παραδοχή της ύπαρξης, η αποδοχή του θαύματος της Ύπαρξης, ο μεταβολισμός του εγγενούς πολέμου σε εξωγενή ευγενή άμιλλα, ο υγιής ανταγωνισμός που ενισχύει την παραγωγικότητα και προωθεί τη δημιουργικότητα, ως θεμέλιο λίθο του Πολιτισμού, καταδεικνύονται ποιητικώ τω τρόπω και ποιητική αδεία –βεβαίως– ως πλέον οικονομικότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδος διαχειρίσεως του οργανικού και ανόργανου δυναμικού «επ’ αγαθώ».

Κι αν τα λέγω όλ’ αυτά, είναι για να επισημάνω την κοσμική προβληματική της ποιήτριας, τη συμπαντική της διάσταση, την έγνοια της για το Κοινό Καλό του Ατόμου (που μόνον άτμητον δεν είναι)…

Ναι, η Ποίηση ως τέχνη, λειτουργεί με τη συνεκδοχή: «το μέρος αντί του Όλου». Μιλάμε για το δέντρο (το δέντρο, το δέμας ΜΑΣ) αφού το δάσος μας διαφεύγει… Και δεν είναι διόλου εγωιστικό κάτι τέτοιο. Είναι προνοητικότητα. Προδίδει οικονομία μέσων και δυνάμεων. Αφού το Άπαν δεν χωράει στο φτωχό ανθρώπινο μυαλό μας παρά μόνον μέσα από την σπανίως επιτυγχανομένη κι οπωσδήποτε ανθυγιεινή έκστασιν, τότε η μόνη διέξοδος των βροτών προς την Γνώσιν διά της Φιλοσοφίας επεκτείνεται με την απόλυτη ελευθερία της Ποιήσεως, εκεί που ο γλωσσικός κώδικας είναι ελατός και όλκιμος… Εκεί που «η Λογική ουκ έστιν έτι». Κι ο Θάνατος βεβαίως, απουσιάζει. Αφού όπως όλοι ξέρουμε από τα θερμοδυναμικά αξιώματα η ενέργεια δεν πεθαίνει και δεν παράγεται εκ του μηδενός… Όχι ακόμα, όχι τώρα… Ο Ποιητής σε αυτό διαφέρει από τους κοινούς θνητούς: ανευρίσκει μέσα του τη «σκοτεινή» ή «μαύρη ύλη» και τη χρησιμοποιεί ως κάρβουνο, ως καύσιμο διαμάντι στη θεαματική πυρκαγιά του Κόσμου. Και τότε το Σκοτάδι, η Μαύρη Νύχτα γίνεται από γέεννα πυρός Μήτρα Φωτός… Με την έννοια του αγλαού Φάους των ομηρικών στίχων, που έφτασαν έως εμάς.

Η Κατερίνα Ζαχαριάδου δεν τρέφεται με ψίχουλα από το τραπέζι των προγενέστερων ποιητών. Δεν μηρυκάζει, δεν αφομοιώνει, δεν μεταβολίζει σκουπίδια. Δεν εισάγει, δεν μεταπράττει και δεν εμπορεύεται. Απλώς υπάρχει σταθερή κι ευθυτενής κάτω από τα άστρα, μέσα στο φωτεινό χάος που μας περιβάλλει. Της εύχομαι να παραμείνει πάντα έτσι: ευθυτενής και περιφανής και περήφανη. Τίποτ’ άλλο… Όταν φτάσεις σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο Απελπισίας, από εκεί και μετά, όλα είναι πολύτιμα κι αδιάφορα: κάρβουνα και διαμάντια, αδιακρίτως… Και τότε «καίγονται βεβαίως τα χλωρά μαζί με τα ξερά», εις δόξαν Του Δημιουργού των Πάντων, ος αεί αρχιτεκτονεί πεσσεύων, παις πολιός και παίγνιον ανυπερθέτως… Σταματώ εδώ γιατί ξεπέρασα προ πολλού τα όρια τού συνήθους κριτικού σχολιασμού, έστω και λογοτεχνικού…

Η αληθής Ποίηση αρχίζει εκεί που τα όρια της γλώσσας καταλύονται κι ερωτοτροπούμε με το Άρρητο, παίζοντας κρυφτό με συμπαίκτες που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, αλλά τους θυμόμαστε από παλιά, τότε που είχαμε επισκεφθεί την έβδομη διάσταση των Ιδεών του Πλάτωνα, παρέα με τα πρότυπα… εκείνα που δεν θα γίνουν ποτέ στερεότυπα και προκατασκευασμένες ιδέες.

Οι προκαταλήψεις ορισμένων αναγκάζουν –λέει– τους ποιητές και τους δημιουργούς να ερωτοτροπούν με την Τρέλα, όμως δεν υπάρχει τίποτα που να έχει όνομα και να μην το έχει επινοήσει το ανθρώπινο μυαλό.

Σας ευχαριστώ που με παρακολουθήσατε (όσοι μπορέσατε και δεν με χάσατε μεσοπέλαγα).

Δεν παρέθεσα κανένα ποίημα ή απόσπασμα έστω, όπως πράττω συνήθως, μόνο και μόνο για να μην αδικήσω το συνθετικό όραμα μιας επιστήμονος ποιήτριας [χωρίς παύλα ενδιαμέσως – και χωρίς τελεία, φυσικά]…