Στα μέσα βάθη του παρελθόντος

Το παρελθόν· αυτή η άλλη κατοικία. Ο άνθρωπος μέσα στο παρελθόν του. Η αφαίρεση διά της επιστροφής. Όχι με τη μορφή λιγωτικής ανάμνησης, ούτε ως μια εμμονική πρόσδεση σε κάτι που αναπόδραστα πέρασε, χάθηκε και πρέπει  στανικά να επιστρέψει στο παρόν για να το νοηματοδοτήσει. Η Μάνρο· οι ηρωίδες της Μάνρο (ως επί το πλείστον), ξαναγυρνούν σε εκείνη τη μακρινή στέπα της παρελθούσας ζωής τους για να την περπατήσουν, να τη μελετήσουν, αλλά όχι να αναζητήσουν απαντήσεις. Σχεδόν όλες οι ιστορίες που περιβάλλονται στη συλλογή διηγημάτων «Απόδραση» έχουν να διαχειριστούν αυτά τα πισωγυρίσματα σε χρόνο και τόπο· τίποτα το θεραπευτικό ή το συναισθηματικό δεν προκύπτει από τον εκούσιο νόστο στο «πριν». Η Μάνρο στοχάζεται με τις λέξεις, τους προσδίδει μια ιδιότητα που προσιδιάζει στην ενατένιση, στη βαθιά δύναμη της παρατήρησης. Στο βάθος κάθε ιστορίας που αφηγείται θάλλει μια αδίστακτη φυσικότητα ή μια ραγισματιά που πρέπει να σκύψεις με προσοχή και να τη μελετήσεις, αλλιώς δε φαίνεται. Όντως, δεν επιδιώκει να φαίνεται, αλλά να υποφώσκει. Αθόρυβη, αλλά επιτακτική. Τα κατορθώματα της μνήμης, συχνά, οδηγούν σε επινοήσεις, σε φανταστικούς ήρωες, σε γεγονότα που εξελίχθηκαν αλλότροπα, από αυτό που εκείνη –η μνήμη‒ κουβαλάει. Και κάπως έτσι προχωράει η ζωή.

Τα οκτώ διηγήματα στην πραγματικότητα είναι… έξι, καθώς τα τρία εξ αυτών έχουν να κάνουν με την ίδια ηρωίδα που τη βλέπουμε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, με τέτοιο τρόπο γραμμένα που η χρονική απόσταση να μην θέλει να προσδεθεί σε κάποια συγκεκριμένη αλληλουχία (άλλωστε, ούτε και η μνήμη το κάνει). Το, δε, τελευταίο διήγημα «Δυνάμεις» είναι ένα διήγημα σε σώμα νουβέλα λόγω της έκτασής του, αλλά και του τρόπου ανάπτυξης της ιστορίας.

Η Μάνρο δεν γράφει ιστορίες stretto. Ήτοι: της μια ανάσας που μέσα στο άσθμα της μικρής στιγμής προσπαθούν να συλλάβουν το αφανές και το απρόσβλητο. Δίνει χρόνο, κυριολεκτικώς, στους ήρωές τους. Τους αφήνει να διατρέχουν μεγάλες αποστάσεις, να πραγματοποιούν άλματα, να τους παρατηρεί κι εκείνοι με τη σειρά τους να παρατηρούν στιγμές που πέρασαν και πέταξαν – τα κομμάτια, όλα μαζί, δε γίνεται να συγκολληθούν. Το παρελθόν δεν έχει σημασία να είναι ευλογοφανές, απλώς να υπάρχει εκεί · στο βάθος να αποφαίνεται. Ακόμη κι έτσι, όμως, αυτά τα φλας μπακ έχουν μια ζοφερότητα που η Μάνρο δεν θέλει να συγκαλύψει ή απλώς να υποσημειώσει – αντιθέτως, τα αφήνει να δράσουν άλλοτε καυστικά και άλλοτε καταλυτικά. Γυναίκες του Καναδά, γυναίκες που έμειναν μόνες, γυναίκες που κάτι απώλεσαν ή κάτι άλλο περίμεναν να τους συμβεί. Μικρές, καθημερινές παρεξηγήσεις που οδήγησαν σε ολότελα άλλους δρόμους ζωής, συναισθηματικές εξαρτήσεις, απάτητες εκτάσεις γης που μοιάζουν με σώμα που ποτέ κανείς δεν τo κατοίκησε. Τα διηγήματα της συγκεκριμένης συλλογής δεν αποτελούν κάτι διαφορετικό από το πλήρες λογοτεχνικό σώμα της Μάνρο. Εντάσσονται οργανικά στον κόσμο που χτίζει σε όλες τις ιστορίες, με όλες τις λέξεις. Δεν είναι ένας κόσμος πλούσιος σε φοβερά πάθη, σε ερωτικές ιστορίες δραματικής υφής – το σεξ υπαινίσσεται, αλλά δεν λογοκρίνεται. Είναι και αυτό εκεί, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Η αίσθηση που σου αφήνει η Μάνρο είναι αυτή της βαθιάς κατανόησης, των χαμένων προσδοκιών και των επιτακτικών αναγκών που έχουν να διαχειριστούν οι άνθρωποι μέσα στη ζωή τους – για τη ζωή τους.

Ως πρελούδιο της συγκεκριμένης έκδοσης υπάρχει ένα λαμπρό και άκρως επαινετικό κείμενο του συγγραφέα Τζόναθαν Φράνζεν, ο οποίος κλείνει ευλαβικά το γόνυ στην τεχνική της Μάνρο. Μα, πάνω από όλα, στην απόφασή της να μιλήσει για τους ανθρώπους με τον πιο ανθρώπινο τρόπο. Η μετάφραση ανήκει στη Σοφία Σκουλικάρη.