Άραγε είναι δυνατόν να εντοπιστεί σημείο επαφής ανάμεσα στις θεωρήσεις των φυσικών και των ανθρωπιστικών/κοινωνικών επιστημών; Τι κοινό μπορεί να έχει η θεωρία των κβάντα με τη θεωρία των μορφημάτων ή των φθόγγων στη γλώσσα; Μήπως ο σύγχρονος εξειδικευμένος επιστήμονας κοιτάζει το δέντρο και χάνει το δάσος; Μήπως η ολιστική επιστημονική προσέγγιση των προβλημάτων αποτελεί τη μόνη λύση για την κατάκτηση της γνώσης, ενώ ο κατακερματισμός και η περιχαρακωμένη σε στενά όρια εξειδίκευση στερεί από τον ανθρώπινο νου εκείνες τις αλληλουχίες και τις συνδέσεις που θα του εξασφάλιζαν ό,τι αιώνες τώρα αναζητά, τη μία και μόνη αλήθεια;
Με αφετηρία αυτό τον προβληματισμό και με τον οίστρο που διακατέχει όποιον αποζητά όχι τον πρακτικό και χρηστικό χαρακτήρα της γνώσης μα την ικανοποίηση που προσφέρει η αυτογνωσία, αυτή που κατακτάται από την κατάρριψη των ορίων του πνεύματος, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης και ο Δημήτρης Νανόπουλος, από το δικό του μετερίζι ο καθένας, επιχειρούν μια διεπιστημονική προσέγγιση για τη δημιουργία της γλώσσας και τη δημιουργία του σύμπαντος ακολουθώντας παράλληλους δρόμους και παράλληλες σκέψεις που εντέλει συναντιούνται, γεφυρώνονται ή/και ταυτίζονται, αποδεικνύοντας πως οι δυο επιστήμες όχι μόνο δεν είναι άσχετες και ασύνδετες μεταξύ τους αλλά έχουν πολύ περισσότερα κοινά στη φιλοσοφική και μαθηματική τους βάση παρά διαφορές όπως έως σήμερα πιστεύαμε.
«Η σχέση του κόσμου και της ανθρώπινης νόησης με τη γλώσσα, η λειτουργία του εγκεφάλου σε σχέση με την αντίληψη του κόσμου και τη γλωσσική επικοινωνία, η φυσική και οι θετικές επιστήμες, η νευροεπιστήμη σε σχέση με τη γλωσσική επιστήμη και τις κοινωνικές εν γένει επιστήμες» αποτελούν συνιστώσες αυτής της ενδιαφέρουσας συζήτησης, η οποία αφορμάται από την πεποίθηση για την αναγκαιότητα μιας επιστροφής στην επιστημοσύνη του αρχαίου κόσμου, όπου ο επιστήμονας δεν έβαζε στεγανά ανάμεσα στα μαθηματικά, στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στην αστρονομία και στη φυσική. Όλες οι επιμέρους επιστήμες αποτελούσαν αλληλοσυμπληρού-μενες προσεγγίσεις που έριχναν φως στο αιώνιο ερώτημα του ανθρώπου για την κοσμογονία.
Στην ίδια αναζήτηση έρχεται να συμβάλει και η γλωσσογονία ως έκφραση και αποτύπωση ετούτης της αέναης αναζήτησης, αποδεικνύοντας πως ο μικρόκοσμος της γλώσσας, ετούτος ο κόσμος ο μικρός ο μέγας, όπως αναφέρει ο ποιητής, υπόκειται στην ίδια ακολουθία, στους ίδιους νόμους και στις ίδιες αρχές που διέπουν τη δημιουργία και τη λειτουργία του σύμπαντος.
Όσο βαθύ και δυσνόητο κι αν φαντάζει εν πρώτης όψεως κάτι τέτοιο, από τη διεπιστημονική συζήτηση των Μπαμπινιώτη-Νανόπουλου προκύπτει απόλυτα πειστικό το συμπέρασμα ότι «αν υπάρχει μια βαθιά και ουσιαστική πρόκληση στην επιστήμη σήμερα σε σχέση με το παρελθόν είναι η αναζή-τηση της ενότητας της γνώσης, η υπέρβαση του κατακερματισμού, της πολυδιάσπασης και της αποσπασματικότητας, η σύνθεση μετά το κυνήγι των «ελάχιστων συστατικών», μετά την κατάτμηση, μετά την εξαντλητική ανάλυση, η σύνθεση είναι το επόμενο βήμα σε συνδυασμό με την αξιοποί-ηση των επιτευγμάτων της μέχρι τούδε έρευνας». Η δημιουργικότητα, η συμμετρία, η πολυσημία, έννοιες που συναντώνται κατά κύριο λόγο στη γλώσσα, μπορούν να έχουν νόημα και στις φυσικές επιστήμες, ενώ η έννοια της ενέργειας, που παραπέμπει συνήθως στη φυσική επιστήμη και στα παρακλάδια της, καταλήγει να είναι η κυρίαρχη έννοια και στη γλώσσα, όπου τα πάντα καθορίζονται και περιστρέφονται γύρω από το υποκείμενο που ενεργεί και από την πράξη που πραγματώνεται.
Ίσως μάλιστα το σημαντικότερο επίτευγμα αυτού του διεπιστημονικού διαλόγου δεν είναι η σύζευξη των φυσικών και των κοινωνικοανθρωπιστι-κών επιστημών όσο η τελική διαπίστωση ότι οι φυσικές επιστήμες οικοδο-μούνται πάνω στη διαίσθηση, τη φαντασία και την ανθρώπινη ηθική, όπως ακριβώς και οι κοινωνικές επιστήμες, καθώς κυρίαρχος στόχος όλων, πέρα από τη γνώση που προσφέρει την ικανοποίηση της αυτογνωσίας, είναι η ποιότητα της ζωής και η πνευματική ανύψωση του ανθρώπινου όντος μέσα από τις σχέσεις που συνάπτει και τις κορυφές που κατακτά η νόησή του.
Συμφωνώντας ότι η επιστήμη δίχως ηθική δεν είναι μόνο αδιάφορη αλλά και άχρηστη, οι δυο θεωρητικοί των επιστημών και συνάμα οι δυο ερευνητές του κόσμου και της γλώσσας που τον εκφράζει, κατάφεραν να προσδιορίσουν τα όρια της επιστήμης που δεν είναι άλλα από τα ίδια τα όρια της ανθρωπιάς.
Το βιβλίο «Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία» εν κατακλείδι αποτελεί μια ενδιαφέρουσα συνάντηση της διανόησης σε μια κουβέντα απλή, κατανοητή και ελκυστική για ζητήματα που αποτελούσαν ανέκαθεν ερεθίσματα για την ανθρώπινη σκέψη που δεν γυρεύει μόνο απαντήσεις αλλά και μια απολαυστική πορεία προς τη γνώση.