Το ομώνυμο διήγημα μοιάζει να δίνει τον τόνο στη νέα συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη με τίτλο «Άντρας που πέφτει»: ένας άνδρας αρχίζει να πέφτει (κυριολεκτικά!) μετά την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του. «Ψευδοεπιληψία Άγνωστης Αιτιολογίας», «κάτι ανάμεσα σε ημιλιποθυμία και σκοτοδίνη», όμως «το βασικό είναι να ανασηκώνεσαι γρήγορα τινάζοντας τη σκόνη από το ρούχο, σαν να μην συνέβη τίποτα» (σελ.17). Ο ληξίαρχος «Αυτόχειρας της βροχής» πέφτει κι αυτός, ή μάλλον ανεβαίνει στο ικρίωμα, αλλά δεν ξανασηκώνεται. Στο υπέροχο «Τέλος εποχής», ο Βλάσης πέφτει και ξανασηκώνεται – στην πραγματικότητα πάει ταξίδι στη Σκωτία. Ο ηλικιωμένος «Άνθρωπος της προβέντζας» βυθίζεται στο παρελθόν και στις αναμνήσεις του. Ο μπάρμαν στο «Η εκκρεμότητα είναι εκκρεμότητα», μετά τον θάνατο της γυναίκας του, απομακρύνεται για λίγο, αλλά θα επιστρέψει για να απαντήσει στις κλήσεις των πιστωτών του. Ο άνδρας στο «Τα αγαθά κόποις κτώνται», πάλι, κουτρουβαλά κυριολεκτικά σε μια ωραία παραλία, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της γυναίκας του. Στο «Ανώφελο της αλήθειας» και στον «Προφήτη της ουράς» ο ήρωας είναι πάλι ένας άνδρας που πέφτει με κάποιο τρόπο, ενώ σε δύο διηγήματα, «Η μέρα της Πολυξένης» και «Το όνειρο», η ηρωίδα είναι γυναίκα αλλά και ο άνδρας, ο σύζυγος της Πολυξένης που την εγκατέλειψε, ο μπαμπάς της Ελένης που πέθανε όταν ήταν 12 χρονών, παίζει καθοριστικό ρόλο.

Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του ο Σεβαστάκης απλώνεται στοχαστικά σε μεγαλύτερη έκταση – τα περισσότερα διηγήματα εκτείνονται σε περίπου δέκα σελίδες, δύο φθάνουν τις είκοσι σελίδες, ενώ το εκτενέστερο ξεπερνάει τις σαράντα σελίδες και πλημμυρίζει από τρυφερότητα για έναν άνθρωπο και μια εποχή που σβήνει. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει την υποδόρια ποιότητα αυτών των διηγημάτων που εκτυλίσσονται πότε στο νησί, στον γενέθλιο τόπο και άλλοτε στη μεγάλη πόλη, κοντά στη θάλασσα, ή σε ομίχλη και με βροχή, στη σκιά μεγάλων γεγονότων, προσωπικών αποτυχιών, του χρόνου που περνά.