Το ιδανικά τυπικό βιβλίο για την ανίχνευση από τον αναγνώστη του ποιητικού απολογισμού για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβική, στη μετεφηβική-νεανική, στην ενηλικίωση και –εν τέλει– στην ωριμότητα. Σε αυτά τα πέντε μέρη διαρθρώνεται εξ άλλου το βιβλίο με τον σαφέστατο τίτλο «Αντίστροφη ενηλικίωση». Λόγος αυθεντικός, ελάχιστα αυτοψυχαναλυτικός. Ο Νίκος Σκούφος προσεγγίζει το «εμείς», την απομάκρυνσή μας από τη Φύση, τη σκλαβιά του ανθρώπου που μεγαλώνει στο διαβρωμένο κι απάνθρωπο αστικό τοπίο-φυλακή, επιζητεί να αποδράσει στο όνειρο αυτοκαταστρέφοντας την αφηγηματική του φωνή, υπερπηδά εμπόδια, αντιμάχεται Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες που «κουβανεί» η ψυχή του, χασμωδεί κι ανατάσσεται διά της ουρανίας αρμονίας που αναζητούν οι μύστες, από τον Πυθαγόρα μέχρι τον Σαίξπηρ, και μετά και πριν. Αυτή η φιλοσοφική σχέση της ομιλούσας ποιητικής φωνής με τον Χρόνο παραπέμπει ίσως στο θεατρικό έργο του Πρίσλεϋ «Εμείς κι ο Χρόνος», όμως οι ομολογημένες επιρροές από το βιογραφικό που κοσμεί το «αυτί» του βιβλίου είναι περισσότερον ελληνορωμαϊκές. Με εκπλήσσει όταν ανάμεσα στους νεκρούς Έλληνες ποιητές που τον επηρέασαν συγκαταλέγει κι έναν ζωντανό, τον Κώστα Παπαγεωργίου, όμως αυτό περιποιεί τιμήν εις αμφοτέρους. Η ευγνωμοσύνη αποκτά διπλή αξία όταν είναι εξομολογουμένη. Οι άλλοι ποιητές-πρότυπα για τον νεαρό Νίκο Σκούφο, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη μόλις το 1993 και σπουδάζει Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων, είναι οι Γιάννης Ρίτσος, Μίλτος Σαχτούρης κι από τους αλλόγλωσσους, αλλά όχι «ξένους», ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ανρί Μισώ και ο Στεφάν Μαλαρμέ. Σοφόν το σαφές. Προϋποθέτει μια κάποια αυτογνωσία το να γνωρίζεις τις καταβολές και πού βυθίζεις τις ρίζες σου.
Όσο για την Ποίηση, ο ίδιος ο Νίκος Σκούφος δηλώνει στο ποίημα «Όχι» (σελ. 68): «Δεν θα δήλωνα ποτέ ποιητής. / Δεν θα σκότωνα ποτέ έναν έρωτα, για μία δήλωση». Μα δεν πρόκειται για δήλωση, αγαπητέ μου. Πρόκειται για «ευχή και κατάρα», μοίρα και βλάβη ανήκεστος. Όσο για την απονομή των τίτλων, συνήθως τον κάνουν οι άλλοι και πολλές φορές μετά την απομάκρυνσή μας από το φθαρτό σαρκίο μας.
Το τελευταίο ποίημα της ενδιαφέρουσας αυτής συλλογής έχει τον συμβολικό τίτλο «Επιστροφή» και καταλήγει: «Έτσι επιστρέφουμε στη φύση» (σελ. 69). (Δεν σας προδίδω το περιεχόμενο, μην αποκαλυφθεί το Μέγα Μυστικό.)
Κατά τα άλλα, η ουτοπική επιθυμία του αιωνίου εφήβου για φυγή στο άπειρο εκφράζεται άψογα στο ποίημα «Μέσα στα όνειρα να ζω» (σελ. 65): «Να δραπετεύω θέλω, / στη φυλακή της μουσικής μου. / Ένα μυαλό ασύμβατο, σ’ ένα κελί. / (Να μην βαστάει η καρδιά σου ν’ αγαπήσει / γιατί με το μίσος σε τάισαν.)».
Νεολογισμοί όπως «μνημικά σκουλήκια» στο ποίημα «Του χρόνου» (σελ. 62), αποκαλύπτουν τη γλωσσοπλαστική δεινότητα ενός πνεύματος που ασφυκτιά στον ναρκοθετημένο από τους ισχυρούς γλωσσικό κώδικα. Ο ποιητής πρέπει να γίνει πολύ δυνατός, διεθνής και παγκόσμιος για να εμπλουτίσει τη γλώσσα στην οποία επιλέγει να ιερουργήσει.
Στο ποίημα «Τους είδα» (σελ. 58) τα απελευθερωμένα θηρία των ανθρώπινων ενστίκτων απειλούν σοβαρά την έννομη τάξη των συμβιβασμένων ενηλίκων.
Ενώ στο αμέσως επόμενο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Υγρή προσέγγιση» (σελ. 59), ο γράφων συνειδητοποιεί ότι «ξέφυγε» κι αναζητεί πάλι την ένταξή του στον κόσμο των «λογικών», των «μεγάλων», ανιχνεύοντας τα όρια (ασφυκτικά ή χαλαρά – τι σημασία έχει;).
Κβαντική Φυσική στο ποίημα «Αδικοχαμένοι» (σελ. 57). Οι σημερινοί ποιητές είναι μορφωμένοι ευτυχώς, παραμένουν όμως αιώνιοι έφηβοι με το φεγγάρι, αιώνιο σύμβολο και καταφύγιο της απελπισμένης μοναξιάς τους (στο ποίημα «Τα τραγούδια του θηρίου», σσ. 46-47, που το αφιερώνει «στη μνήμη του Μίλτου Σαχτούρη», καθώς και στο ποίημα «Γι’ αλλού» , σελ. 42, όπου αναδύεται θαρρείς η σολωμική Φεγγαρολουσμένη).
Επαναστατική εφηβική έκρηξη στο ποίημα «Κατάργηση θεσμών» (σελ. 41). Ακόμα κι ο ανάποδος τίτλος (με bold κάτω από το κυρίως «σώμα» του ποιήματος), υποδηλώνει ίσως τη βαθύτατη επιθυμία του νεότευκτου ποιητή «να δει τον κόσμο ανάποδα, τον αδελφό του ξένο» (κατά Βάρναλη).
Μηχανές, ρόλοι, προσωπεία συναπαρτίζουν τον άχαρο κόσμο των ενηλίκων στο ποίημα «Sci fi» (σελ. 40).
Η μυθική έξοδος από τον Κήπο της Εδέμ υποδηλώνει το τέλος της παιδικής ανεμελιάς στο ποίημα «Ο ήχος της πτώσης» (σελ. 39).
Η αγωνία του παιδιού να ξεφύγει από τον άνυδρο κόσμο των ενηλίκων κραυγάζει, σπαράζει και σπαράσσεται στη «Γιορτή» (σελ. 38).
Από τέτοια ζωή, προτιμότερος ο θάνατος («Παιχνίδι», σελ. 37).
Ο ενήλιξ Νάρκισσος, παγιδευμένος πλέον στο είδωλο μιας νιότης χαμένης αποκαλύπτεται στην καταληκτήρια φράση του ποιήματος «Αναζητήσεις» (σελ. 36): «Να είμαι πάλι εγκλωβισμένος στον ίδιο καθρέφτη».
Στην «Απόγνωση» (σελ. 35), ο ενήλιξ συμβιβάζεται με τον χαμό του εφήβου. Σιωπή μετά μνήμης, πρόδρομος της εξαναγκασμένης Λήθης, ίσως.
Ενώ η «Μορφή ελευθερίας» (σελ. 34) βρίσκει τον μονίμως επαναστατημένο μετ-έφηβο να γράφει «εις τα παλαιά του τα υποδήματα» (κοινώς «στα παλιά του τα παπούτσια») το ιδεολογικό μας εποικοδόμημα κι επιχειρεί ως άλλος Ίκαρος να αναληφθεί καθέτως προς τον Όλυμπον φορώντας τα θρυλικά σανδάλια του Ερμή: «Περιμένει στα σανδάλια φτερά να γεννηθούν, / για επίγειες πτήσεις προορισμένα».
Ο κόσμος ως τεράστια σκηνή, ως θέατρο, ως υδρόγειος Σφαίρα (ας θυμηθούμε και το σαιξπηρικά ελισαβετιανό «The Globe»). Η ενηλικίωση ως διαλογή ρόλων κι εναλλαγή προσωπείων στο ποίημα «Το σανίδι» (σελ. 33).
Εκπληκτικός ο στίχος: «Των λέξεων οίκος ανοχής κατάντησαν τα δέντρα» από το ποίημα «Έλλειψη οξυγόνου» (σελ. 32).
Η ενηλικίωση προϋποθέτει το μπόλιασμα με μια αγχωτική αντίληψη του Χρόνου («Απόφαση», σελ. 29).
Ο φόβος της αλλοτρίωσης που εμφωλεύει στην ψυχή του νέου γίνεται άγχος για τον καταδικασμένο ενήλικα που τρέχει για να προλάβει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του («Επίσκεψη», σελ. 28).
Η γραβάτα του ενταγμένου στο Σύστημα (αγαπημένη και μισητή λέξη των απανταχού νέων) παρομοιάζεται ως «καλώδιο», που «τώρα πιέζει το λαιμό» (ποίημα με τίτλο «Αφαιρώντας με», στη σελ. 27).
Πηγαίνοντας αντίστροφα προς τα πίσω, ακολουθώντας δύο φορές ανάδρομα την προσταγή του τίτλου αυτής της ενδιαφέρουσας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Αντίστροφη Ενηλικίωση», ανακαλύπτουμε ως διερευνητικοί νόες το τέλος της παιδικής αθωότητας στην παρομοίωση του φαλλού με «ένα σκοινί, πότε βρεγμένο πότε ξερό» (ποίημα «Θεριστής», σελ. 22).
Ζάρια και χαρτιά, ο έφηβος ερωτοτροπεί και κονταροχτυπιέται με την έννοια Τύχη σε δυο διαδοχικά ποιήματα με τίτλους: «Ζαριά» και «Εν πλω» (από τις σελίδες 20 και 21 αντίστοιχα).
Ενώ το αμέσως προηγούμενο ποίημα, πρώτο στο δεύτερο μέρος της συλλογής, μιλάει για «Θαλασσινή περιπέτεια», για αίμα και δέρμα, αποσιωπώντας το ομοιοκαταληκτόν σπέρμα (σελ. 19). Αυτή η έγνοια του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητού για το «πολιτικώς ορθόν» και κοινωνικώς αποδεκτόν θα δώσει στίγμα, ύφος και αισθητική στο μέλλον του, αν δεν καταστεί ανασχετικός παράγοντας. Είν’ αλήθεια πως η πολλή ελευθερία κι ειλικρίνεια βλάπτει σοβαρά την ποίηση. Ο κρυπτικός λόγος μεταφέρει τις μεγαλύτερες αλήθειες του κόσμου. Ο Καβάφης αν δεν ήταν «απαγορευμένος» κι αυτολογοκριμένος ποιητής μπορεί να μην έγραφε ποτέ κάτι που ν’ αλατίζει. Η αιρετικά προκλητική (για την εποχή και τη συγκεκριμένη αραβική χώρα) σεξουαλικότητά του λίπανε το υπέδαφος για να βλαστήσουν τα ωραιότερα νούφαρα, που μόνο σε ελώδη γεωολογικά στρώματα φυτρώνουν. Το φανερό σπανίως είναι κι έντεχνο. Δεν έχει τέτοια ανάγκη. (Η σύγκριση με τον Καβάφη είναι αναλογική και δεν έχει σχέση με τη θεματολογία αυτής της ποιητικής συλλογής, ομιλώ για την προσπάθεια του Νίκου Σκούφου να αποφύγει κακοτοπιές και σκληρές κυνικότητες της σύγχρονης ποίησης – κι αυτό είναι προς τιμήν του).
Και πάμε τώρα στο πρώτο μέρος του πονήματος τούτου που θα το διαβάσουμε γραμμικά (από την αρχή προς το τέλος κι όχι ανάποδα ή βουστροφηδόν, χωρίς κανείς να μας απαγορεύει να ρίχνουμε «λοξές» ματιές υπό το κείμενον, το αντίθετο μάλιστα, επιβάλλεται για έναν κριτικό ολκής, σαν κι ελόγου μου. Αυτοσαρκασμός βεβαίως, είμαστε όλοι αυτοσχέδιοι ιχνηλάτες του Αγνώστου: αν μπορούσε η Λογοτεχνία και η Τέχνη να αναλυθεί επιστημονικά, θα γινόμασταν όλοι χειρουργοί ή ανατόμοι και θα βγάζαμε λεφτά με ουρά… Συνεχίζω).
Στο πρώτο μέρος της ποιητικής συλλογής με τίτλο «Ενηλικίωση», αντιμετωπίζεται η παραδεισένια πλην όμως σύντομη παιδική ηλικία ως μια κοντή σκάλα, από τα «Βαφτίσια» στη «Σκληρή μετάβαση»(πρώιμη εφηβεία) με φωστήρες και φάρους: πρώτον, τη γιαγιά που χαρίζει στο αγόρι ένα κατάλευκο «Μαντήλι», το οποίο θα καταστεί συν τω χρόνω «κίτρινο, απελπισμένο κι αποφασισμένο» (σελ. 12), και δεύτερον, τον παππού Μιχάλη που κατοικοεδρεύει στους ουρανούς και μόνον με «Ονειρόσκαλα» τον φτάνει κανείς, αλλά ποτέ δεν τον φτάνει: «Μα μόλις ο χρόνος έληξε» (σελ. 13). Λερωμένη αγνότητα και τραυματική μετάβαση προς την εφηβεία. Στο αστικό τοπίο η Φύση είναι τσαλαπατημένη κι οι «σκοτωμένοι κρίνοι» υποδηλώνουν τη χαμένη αθωότητα (ποίημα «Συγγένεια», της σελ. 14). Η ομιλούσα ποιητική φωνή θρηνεί το τέλος της παιδικής ηλικίας στο ποίημα «Νεκροψία» (σελ. 15), ενώ η αυτοκαταστροφή έρχεται στο τέλος αυτού του πρώτου σύντομου μέρους με το ποίημα «Αντίστροφη ενηλικίωση» (σελ. 16) που χαρίζει και τον τίτλο στη συλλογή.
Διεξήλθα διεξοδικώς το βιβλίο, βουστροφηδόν κι αναστρόφως, γιατί από την πείρα μου ως κριτικός γνωρίζω καλώς ότι τα κείμενα «ξεκλειδώνουν» το καθένα και με διαφορετικό τρόπο. Δεν υπάρχουν πασπαρτού στη λογοτεχνική κριτική. Πρέπει να είσαι ανοικτός και προπάντων: α-θώ-ος!!! Αν συνυπολογίσεις τη Γνώση και τη συσσωρευμένη πείρα αυτά κατ’ αρχήν αρκούν για μια νόμιμη ανάγνωση με ίχνη υποκειμενισμού και την αξίωση της διαμαρτυρημένης καθολικότητας.
Ένας ενδιαφέρων ποιητής, μια συμπαγής αφηγηματική φωνή. Να δούμε τι θα δείξει και πού θα τον βγάλει.
Παραμένω μονίμως και αιωνίως ενεός στην αποκάλυψη της Νεότητας ως γραφής.