Στοχαστική ποίηση, θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα, χωρίς να εκβιάζει απαντήσεις. Η ποιητικώς ομιλούσα φωνή αυτοψυχαναλύεται, ευθυμεί ή δυσθυμεί, ακροάζεται τον σφυγμό του σύμπαντος και τα προσωκρατικά ενεργειακά πεδία, ειρωνεύεται χωρίς να σαρκάζει… Διακατέχεται εν γένει από έναν φιλάνθρωπο ρομαντισμό μεσογειακού τύπου, χωρίς τις ακρότητες (εκφραστικές, αισθητικές ή θεματολογικές) του “Sturm und Drang”, που άνθισε στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1760 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1780. Όσο κι αν φαίνεται αξιοπερίεργο και παρωχημένο, ένα μεγάλο μέρος της ποίησης που γράφεται σήμερα παγκοσμίως, είτε είναι γερμανόφωνη είτε όχι, είναι επηρεασμένη βαθύτατα από τις εκρηκτικές τάσεις αυτού του κινήματος, και πολλοί ποιητές μιμούνται τα ιδεώδη του ακόμα και στη ζωή τους (είτε φιλοδοξούν να γίνουν «καταραμένοι ποιητές» είτε όχι). Το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», όσο κι αν έχει τις ρίζες του στον Διαφωτισμό, έλκει την ορμή του από τη Θύελλα του Ρομαντισμού («Sturm und Drang» σημαίνει στα γερμανικά «Θύελλα και Ορμή). Από τις ποιητικές συλλογές που λαμβάνω σωρηδόν ως κριτικός, οι μισές περίπου αναμασούν τα ίδια μοτίβα κι έχουν πανομοιότυπο ρομαντικό επίχρισμα με τάσεις νεοκλασικισμού. Κι αυτό το λέω για να επισημαίνω τη διαφορά της ποιητικής του Δημητρίου Καλαντζή, ο οποίος έχει πολλά κοινά εργοβιογραφικά σημεία με τον Ανδρέα Κάλβο και λιγότερα –όχι όμως αμελητέα– με τον Διονύσιο Σολωμό, διαμορφώνει τη δική του ποιητική ιδιόλεκτο, με ελληνικά που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μη συντακτικώς ή γραμματικώς ορθά (αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες – συνέβη και στον Καβάφη και στον Κάλβο, όπως διαπίστωσε ο Σεφέρης), εν τούτοις δια-πλάθει στο ποιητικό του εργαστήρι (ούτε αυτή είναι ακριβής επιλογή ρήματος, αλλά την προτίμησα για λόγους έμφασης) ένα μείγμα υπαρξιακής-στοχαστικής και αμιγώς ανθρωποκεντρικής ποίησης, όπου «πάντων μέτρων άνθρωπος». Και τι εννοώ όταν μιλάω για «ορθά» ελληνικά; Είναι η καπνοδόχος, όμως ο ποιητής διαλέγει να γράψει ο καπνοδόχος (σελ. 23) κι ο επιμελητής ορθώς το αφήνει, γιατί παραπέμπει στο φαλλικό σχήμα της υψικαμίνου, του πύργου της Βαβέλ ή του Πύργου του Άιφελ. Ο ποιητής δικαιούται να καταστρατηγεί τους γραμματικούς κανόνες, μπορεί να αλλάζει ακόμα και τα άρθρα. Ο γλωσσικός κώδικας είναι ελαστικός και δεν απειλείται από κανέναν μας. Η ελληνική γλώσσα ζει εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, εμπλουτίζεται, εξελίσσεται, αποκαθαίρεται. Ουδείς όμως δεν ημπορεί να την τραυματίσει, ακόμα κι όταν εσκεμμένα ασχημονεί πάνω της. Ο Δημήτρης Καλαντζής είναι ιδιαίτερα σεβαστικός με τη μητρική του γλώσσα. Για έναν λόγο παραπάνω: γιατί –όπως κι ο Κάλβος– μεταφέρει την ανάμνηση της μητρικής αγκαλιάς στον γλωσσικό κώδικα. Και για τους δυο: πατρίδα ίσον γλώσσα, ίσον μητέρα, ίσον θαλπωρή, ίσον επί γης παράδεισος. Αυτό το «ωκεάνιο συναίσθημα», που βιώνουν κατ’ εξοχήν οι ποιητές, είναι και το κλειδί για να αντιμετωπίσουμε με οξυδερκές κριτικό μάτι τον ρυθμικό λόγο. Τώρα, υπάρχει άλλη μία ιδιαιτερότητα στο έργο αυτού του συγκεκριμένου σύγχρονου ποιητή. Ας μελετήσουμε το βιογραφικό του. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία δέκα ετών, «χάρη» στη Χούντα. Από τα είκοσι δύο του σπούδασε και δούλεψε στη Γερμανία. Αυτή η διγλωσσία, που φαίνεται και σε αυτή την εξαίρετη έκδοση του οίκου Μπατσιούλα, δημιουργεί μία δυσχέρεια αλλά και ένα πλεονέκτημα: εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Η σύγχρονη επίσημη γερμανική γλώσσα (τα Hoch Deutsch) έχει μια δομή και μια σύνταξη παρόμοια με της αρχαίας ελληνικής. Αυτό μας βολεύει εμάς τους νεοέλληνες όταν έχουμε κλασική παιδεία και είναι ένα συν στις κλασικές σπουδές που ανθούν στον γερμανόφωνο χώρο. Όταν όμως μεταφράζουμε ένα ποίημα από τα ελληνικά στα γερμανικά ή τ’ ανάπαλιν, ή –ακόμα περιπλοκότερα– όταν έχουμε έναν ποιητή που μοιράζεται ανάμεσα στις δύο γλώσσες, τότε δύο τινά μπορούν να συμβούν: ή μιλάμε για «πιστή» μετάφραση, οπότε αδικείται το αποτέλεσμα στη «δεύτερη» γλώσσα, ή είναι «ελεύθερη απόδοση», οπότε δεν αντέχει στην αντιπαραβολή μιας δίγλωσσης έκδοσης, ακόμα κι όταν η μετάφραση γίνεται από τον ίδιο τον ποιητή. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο αυτό, αντιμετώπισα μια σχετική δυσχέρεια να παρακολουθήσω το νόημα στο ελληνικό κείμενο αλλά αυτό ήταν συνδημιουργικό, γιατί ενέτεινα τις κριτικές και γλωσσικές μου δεξιότητες, έδωσα περισσότερη προσοχή στα κοινωνούμενα νοήματα κι εν τέλει σχημάτισα ένα «τρίτο» ποίημα στο μυαλό μου, ως αποτέλεσμα της σύνθεσης της ελληνικής και γερμανικής εκδοχής του. Βεβαίως, αυτή η κουβέντα μπορεί να εκταθεί στο άπειρο, αφού μπαίνουμε στα βαθιά νερά της επιστήμης της Μεταφρασιολογίας. Αυτό που έχω εγώ να πω ως ειδικός, είναι ότι η συντακτική και γραμματική ιδιαιτερότητα της ιδιολέκτου προσδίδει στο ύφος του ποιητή μια διαχρονικότητα λίαν ευπρόσδεκτη, αφού δεν γίνεται ποτέ νοσταλγική και «ρετρό», ενώ διαφοροποιείται άμεσα από την ξύλινη γλώσσα του «πολιτικώς ορθού» αλλά και από τη δήθεν παγκοσμιοποιημένη διάλεκτο των ηλεκτρονικών μέσων δικτυώσεως.

Αυτά τα ολίγα –για την ώρα– εισαγωγικά στην ποιητική ενός σημαίνοντος σύγχρονου ποιητή με ενδιαφέρον έργο κι αξιοσημείωτο «βίον και πολιτείαν».

Διαλέγω το ποίημα «Τότε και τώρα», προφανώς αυτοβιογραφικής κοπής κι εμπνεύσεως (αν κρίνω από το «αυτί» του βιβλίου), γιατί είναι αφηγηματικό, δραματικό και με ευπρόσδεκτο ηθικό δίδαγμα:

Τότε και τώρα

 

Ο τόπος μου

δεν ήταν κι ούτε είναι

φτωχός σε αγάπη,

μηδέ σε μίσος.

Εκεί μπορούσε κανείς,

αμαρτωλός ων,

αφαιρώντας απ’ τη ζωή

και μια εκατόμβη

ημερών νηστείας το χρόνο

να ζητήσει συγχώρεση.

Ο αγώνας για ζωή,

στα παιδικά τα χρόνια

μ’ ενάντιο τη μέλανα χολή,

δεν τράβηξε,

ευτυχώς, αιώνια.

Θυμάμαι, σαν έπεσε

και πάλι βαρύ σκοτάδι,

πόσο σφιχτά αγκάλιαζα,

ως αντιστάθμισμα

της δυστυχίας μου,

το προσκεφάλι της νιότης.

Κι όταν η πίκρα απειλούσε

να ξεχειλίσει απ’ τα μάτια μου,

στη φαντασία μου έφερνα

τη μάνα μου,

φυγάδευα έτσι όπως-όπως

το είναι μου σε χώρο άπιαστο,

χωρίς το βάρος της ψυχής μου

το κύριο,

πραγματικά να το ακολουθεί

κι ένιωθα, ας πούμε,

κάπως καλύτερα.

Όμως για πάντα

αρνήθηκα το μίσος,

γιατί είναι δηλητήριο

που το πίνεις αργά-αργά

έχοντας μάταια την ελπίδα

πως έτσι φαρμακώνεται

ο αντίπαλος.

Θα κλείσω με το βιογραφικό του ποιητή: «Ο Καλαντζής Δημήτριος γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσης στις 04.02.57 όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Ο ερχομός της χούντας του στέρησε τον πατέρα σε ηλικία 10 ετών. Επισκέφτηκε το Β΄ Γυμνάσιο αρρένων Καρδίτσας και την τεχνική σχολή σχεδιαστών. Το 1979 ήρθε στο Μόναχο, όπου έμαθε την γερμανική γλώσσα. Σπούδασε στον κλάδο της χημείας του Τεχνικού Πανεπιστημίου Βερολίνου χημικός μηχανικός, στον κλάδο, κατασκευή χημικών εγκαταστάσεων και περιβάλλοντος. Εργάστηκε στον εκπαιδευτικό τομέα του ΤÜV Berlin Brandenburg, στο WIBZ, μετέφρασε από τα γερμανικά στα ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα και μελέτες, συμμετείχε σε συνέδρια. Εργάσθηκε για 9 χρόνια ως αναπληρωτής Καθηγητής στο Τεχνολογικό πανεπιστήμιο Βερολίνου, στην Εταιρία “Testo GmbH“ ως μηχανικός Πιστοποίησης Φαρμακευτικών εγκαταστάσεων και επανήλθε στον εκπαιδευτικό τομέα. Ενεργό μέλος του μεταναστευτικού και του ντόπιου κινήματος. Συμμετείχε ενεργά στον σύλλογο Ελλήνων φοιτητών της πόλης διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Ελ. Δημ. Κοινότητας Βερολίνου. Επί εικοσαετίας ήταν στα πλαίσιά της υπεύθυνος για την εκμάθηση και διάδοση των ελληνικών παραδοσιακών χορών και του ελληνικού Πολιτισμού, κάτι που κάνει και σήμερα. Δημοσιεύει τακτικά άρθρα και ποιήματα στον θεσσαλικό ημερήσιο τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά».