Ένας Άγγλος στο Βερολίνο του Mεσοπολέμου

Ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ, ένα ανήσυχο πνεύμα, εγκαταλείπει τις σπουδές του στην ιατρική και πηγαίνει στο Βερολίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Η ζωή του στο Βερολίνο, οι γνωριμίες του και οι εμπειρίες του αποτελούν την βάση του ημι-αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Αντίο Βερολίνο».

Το βιβλίο αποτελείται από έξι νουβέλες που έχουν ως συνδετικούς κρίκους την πόλη και τον αφηγητή, ο οποίος μάλιστα έχει το όνομα του συγγραφέα. Στο «Βερολινέζικο ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930)» παρακολουθούμε τη ζωή του αφηγητή στην πανσιόν όπου διαμένει και τις σχέσεις του με τους άλλους ενοίκους: την ιδιοκτήτρια φρόιλαϊν Σρέντερ, την πόρνη φρόιλαϊν Κοστ, την τραγουδίστρια φρόιλαϊν Μάιερ και τον μπάρμαν Μπόμπι. Στη δεύτερη νουβέλα με τον τίτλο «Σάλι Μπόουλς» –η οποία αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τη διάσημη ταινία «Καμπαρέ»–, ο συγγραφέας εστιάζει στη γνωριμία του αφηγητή με τη νεαρή Σάλι, η οποία είναι ταυτόχρονα αφελής και εγωίστρια και ελπίζει ότι θα κάνει καριέρα στον κινηματογράφο. «Στη νήσο Ρούγκεν» ο αφηγητής περιγράφει τις καλοκαιρινές του διακοπές και τη γνωριμία του με ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων, τον Πίτερ και τον Ότο, δίνοντας έμφαση στην ταραγμένη και γεμάτη εντάσεις σχέση του ζευγαριού. Ο Ότο πρωταγωνιστεί και στην επόμενη νουβέλα «Οι Νόβακ», καθώς ο αφηγητής, στην προσπάθεια να επιβιώσει οικονομικά, νοικιάζει ένα δωμάτιο (ένα κρεβάτι στην ουσία) στο σπίτι της οικογένειας του Ότο και γνωρίζει την άρρωστη μητέρα του που καθαρίζει σπίτια, τον απόμακρο πατέρα, αλλά και τον μεγαλύτερο αδερφό που έχει ήδη ενταχθεί στη ναζιστική νεολαία. Η επόμενη νουβέλα με τον τίτλο «Οι Λαντάουερ» παρουσιάζει τη γνωριμία και τη φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Ίσεργουντ και στα ξαδέρφια Ναταλία και Μπέρνχαρτ, γόνους πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου κλείνει τον κύκλο της παραμονής στο Βερολίνο και έχει τον τίτλο «Βερολινέζικο ημερολόγιο (Χειμώνας 1932-1933)». Αυτό το τελευταίο κομμάτι αποπνέει μια μελαγχολία και ένα φόβο για τα όσα πρόκειται να έρθουν, καθώς οι Ναζί έχουν αποκτήσει δύναμη και οι πρώτες συνέπειες των πράξεών τους αρχίζουν να γίνονται εμφανείς.

Με γλώσσα στρωτή και με ύφος γεμάτο χιούμορ, ειρωνεία και αυτοσαρκασμό ο συγγραφέας προσεγγίζει το δικό του Βερολίνο μέσα από τις σχέσεις του με ιδιόρρυθμα άτομα που κινούνται στα όρια του περιθωρίου (η αρτίστα, οι ομοφυλόφιλοι, οι Εβραίοι), άτομα που θα αποτελέσουν πολύ σύντομα τον εχθρό για τη ναζιστική κοινωνία, η οποία αναδεικνύεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Με οξύ βλέμμα και με διάθεση αυτοκριτικής παρουσιάζει τις φιλίες που δημιουργεί και εξετάζει το πώς αυτές φθίνουν, όπως ακριβώς χάνεται η εικόνα του ξέγνοιαστου και απελευθερωμένου Βερολίνου για να αντικατασταθεί από τη μελαγχολική και απαισιόδοξη εικόνα που δίνει ο συγγραφέας στην τελευταία του νουβέλα, με τις πρώτες επιθέσεις σε εβραϊκά καταστήματα. Κατά αυτόν τον τρόπο το «Αντίο Βερολίνο» έχει και την αξία της λογοτεχνικής καταγραφής –από έναν τρίτο, έναν ξένο στη νοοτροπία του γερμανικού λαού– της μεταβολής που υπέστη η πόλη και ο κόσμος της σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την εμφάνιση του ναζισμού.