Το κύκνειο άσμα ενός σημαντικού συγγραφέα
Το όνομα του αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου William Riley Burnett (1899-1982) έχει συνδεθεί στενά με τη χρυσή εποχή του νουάρ μυθιστορήματος και στέκεται επάξια δίπλα στα πιο γνωστά –στη χώρα μας τουλάχιστον– ονόματα των Τσάντλερ και Χάμετ. Εμφανίστηκε στον χώρο το 1929 με το μυθιστόρημα “Little Ceasar”, το οποίο γνώρισε άμεση επιτυχία και δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Το 1981, ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, ο Burnett επιστρέφει στο Σικάγο του 1928 με το τελευταίο του βιβλίο «Αντίο, Σικάγο».
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την ανακάλυψη του πτώματος μιας νεαρής γυναίκας, η οποία φαίνεται να έχει πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ο σύζυγός της, τον οποίο είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια, είναι ένας μελαγχολικός αστυνομικός ιταλικής καταγωγής. Ο θάνατός της τον ξαφνιάζει σχεδόν τόσο όσο η εξαφάνισή της: πώς κατέληξε σε αυτό το σημείο η γυναίκα που αγαπούσε; Γιατί τον εγκατέλειψε χωρίς καμία προφανή αιτία ή εξήγηση; Σιγά-σιγά αρχίζει να μαθαίνει αρκετά πράγματα μέσω ενός παλιού συμμαθητή του που έχει πάρει τον κακό δρόμο και ανακαλύπτει πράγματα που δεν μπορούσε να φανταστεί: αστυνομικοί και πολιτικοί που εξαγοράζονται για να κάνουν τα στραβά μάτια ή για να βοηθούν τους μαφιόζους, Ιταλοί, Ιρλανδοί και Πολωνοί μαφιόζοι σκοτώνονται ή συνεργάζονται ανάλογα με τα συμφέροντά τους, ενώ ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα του υποκόσμου παραμένει άφαντος και προστατευμένος – αλλά για πόσο;
Ο Burnett στο «Αντίο, Σικάγο» διαφοροποιείται κατά κάποιο τρόπο από την κλασική γραφή του νουάρ μυθιστορήματος. Δεν συναντάμε εδώ έναν μοναχικό αλλά ικανό ντετέκτιβ που προσπαθεί να λύσει ένα μυστήριο, όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα των άλλων εκπροσώπων του είδους. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν έχει καν κεντρικό ήρωα, ούτε καν αναζήτηση για τη λύση του μυστηρίου. Ο Burnett λύνει το αίνιγμα νωρίς στην ιστορία: πολύ σύντομα ο αναγνώστης μαθαίνει ποιος ευθύνεται για τον θάνατο της νεαρής γυναίκας. Όχι, ο συγγραφέας δεν ασχολείται με έναν απλό φόνο, αλλά με τον (μικρο)κόσμο μέσα στον οποίο μπορούν να συμβούν αυτού του είδους τα εγκλήματα. Εστιάζει σε δευτερεύοντες χαρακτήρες και εξελίσσει την ιστορία παρακολουθώντας τις δικές τους δράσεις και αντιδράσεις. Με αυτό τον τρόπο παρουσιάζει ένα ψηφιδωτό του υποκόσμου του Σικάγο κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, μέσα από την οπτική του ανθρώπου που έζησε αυτή την εποχή και παράλληλα γνωρίζει το τέλος της. Έτσι, το «Αντίο, Σικάγο» γίνεται ένας ειρωνικός και όχι ένας μελαγχολικός αποχαιρετισμός σε μια εποχή που έχει οριστικά τελειώσει.