Η αυτοάνοση θεραπεία της μοναξιάς

Ανήκει κανείς στη μοναξιά του. Όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Ιδιωτική Οδό»: «Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν».

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι ήρωες της Λι στο «Αντίδοτο στη Μοναξιά» έζησαν κάτω από τον βαρύ ουρανό του Πεκίνου. Οι κοινές αναφορές τους, φευ, είχαν μια έντονα φυγόκεντρη τάση. Ήταν μαζί, γεύτηκαν τις ίδιες απογοητεύσεις και κάποια κοινά όνειρα, ωστόσο ο καθένας τους ακολουθούσε τη δική του ιδιωτική οδό. Οι μάχες με το εγώ, όμως, είναι αδιάπτωτες, λαβυρινθώδεις και καταλήγουν –συνήθως– με μια πικρή υποχώρηση προς τα μέσα. Προς την ασφάλεια μιας εσωτερικότητας που μπορεί να μην οδηγεί πουθενά (σαν το έντομο που χτυπιέται επίμονα στο τζάμι), αλλά τουλάχιστον παρέχει ένα καταφύγιο έναντι του «μεγάλου», άγνωστου κόσμου.

Η Ραγιού, ένα κορίτσι ανεμοδαρμένο, χωρίς γονείς, που τίθεται κάτω από την ασφυκτική φροντίδα θρησκόληπτων «θειάδων» και καταλήγει στο Πεκίνο, σε σπίτι γνωστών, για να σπουδάσει. Η Σαοάι, μια φύσει και θέσει επαναστάτρια που αντιτίθεται στις παραδεδεγμένες αξίες και στο καθεστώς της Κίνας (άλλη μια ευθεία αναφορά της Λι στα γεγονότα της Τιενανμέν – άρα βρισκόμαστε στο 1989). Ο Μπογιάνγκ, το αγόρι της παρέας, ένας ιδιαίτερος «πόλος», καθώς για χάρη του διαφιλονικούν υπογείως η Ραγιού και η Μοράν, το τέταρτο μέλος της ευάριθμης ομάδας, ένα κορίτσι σχεδόν άβουλο, κρυμμένο στη σκιά του. Αυτοί είναι οι ήρωες, αυτά και τα πάθη τους. Ένα τραγικό γεγονός που κανείς δεν ξέρει αν είναι ατύχημα, απόπειρα δολοφονίας ή απονενοημένο διάβημα, θα διαλύσει στα εξ ων συνετέθη την παρέα. Η Σαοάι θα πιει ένα φαρμάκι και θα δηλητηριαστεί. Μπορεί να μην πεθαίνει ακαριαία, αλλά η ζωή της έκτοτε γίνεται κόλαση. Από κορίτσι γεμάτο ορμές και ζωτικότητα, στα όρια της εμμένειας, καταλήγει ένα φυτό που στο τέλος, και έπειτα από αγώνα με το σώμα και τη μοίρα της, πεθαίνει. Η είδηση του θανάτου της θα φέρει στην επιφάνεια τα καλά κρυμμένα μυστικά της παρέας που έχει σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Η σκληροπυρηνική, ανέγγιχτη από συναισθήματα και σχεδόν κυνική Ραγιού ζει πλέον στις ΗΠΑ, όπως και η Μοράν. Ο Μπογιάνγκ έχει παραμείνει στο Πεκίνο, έχει αποκτήσει μια κάποια κοινωνική και οικονομική θέση, αλλά τα προσωπικά του μοιάζουν με ρημαγμένο τοπίο. Ο μοναδικός ρόλος που του έχει μείνει σε σχέση με το άλλο φύλο είναι να παίζει τον sugar dady – κοριτσόπουλα βρίσκουν κοντά του άνεση, θαλπωρή και εύκολο ξόδεμα. Κανενός η ζωή δεν βγάζει σε ένα ξέφωτο. Η Ραγιού και η Μοράν έχουν περάσει από γάμους που δεν ευτύχησαν – πέρασαν, έφυγαν και κατέληξαν εκεί από όπου είχαν αρχίσει: στη μοναξιά τους. Αιδήμων σιωπή καλύπτει τις σχέσεις των τριών, ακόμη και τώρα που ο θάνατος της Σαοάι θα μπορούσε να τους ενώσει. Επικοινωνούν σπάνια και μόνο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η βασική τους επιλογή δεν αλλάζει: έχουν μάθει να κυνηγούν μόνο τις σκιές που κάνουν τα σώματά τους πάνω σε έναν γυμνό τοίχο – μόνοι, κατάμονοι.

Κι όμως, ο τρόπος που δηλητηριάστηκε η Σαοάι εξακολουθεί να είναι ένα «τυφλό» σημείο στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι μια «μαύρη» τρύπα που τείνει σιγά σιγά να τους καταπιεί, αφήνοντας πίσω πολλά αναπάντητα ερωτήματα, κύματα ενοχών, παρασιωπήσεις, μυστικά και ψέματα.

Ακόμη και όταν η Ραγιού αποφασίζει να επιστρέψει στο Πεκίνο και να αναμετρηθεί με το παρελθόν και τον Μπογιάνγκ, η άκρη του νήματος δεν βρίσκεται εύκολα. Δεν υπάρχει διέξοδος. Μπορεί κάποια κομμάτια του παζλ να ενώνονται και η λύση του μυστηρίου γύρω από τη Σαοάι να εμφανίζεται, ωστόσο, συν τω χρόνω, πολλά πράγματα έχουν χαθεί, οι ζωές έχουν οπισθοχωρήσει, η ανέμελη νιότη έχει από καιρό σβηστεί από τη μνήμη τους, οι παλιοί έρωτες έχουν ξεθωριάσει, το σώμα παλεύει να ξεχάσει. Το αντίδοτο στη μοναξιά αυτών των ανθρώπων είναι και πάλι η μοναξιά: μια αυτοάνοση αρρώστια της ψυχής και του σώματος.

Σε αντίθεση με τους «Περιπλανώμενους» όπου η δράση είναι ευθύβολη και άμεση, στο «Αντίδοτο στη Μοναξιά», η Λι αποφασίζει να κινηθεί υπαινικτικά. Το αποτέλεσμα είναι να δομήσει ένα πυκνό νοημάτων μυθιστόρημα που προχωράει αργά (ορισμένες φορές βασανιστικά αργά), ακολουθεί τη λογική της σπείρας που δεν έχει τέλος, ενώ η όποια δράση μεταφέρεται στο εσωτερικό πεδίο διαπάλης των ηρώων. Αυτή η εσωτερικότητα άλλοτε είναι υπνωτιστική και άλλοτε είναι κατάστικτη από ηλεκτρικές εκκενώσεις που όμως δεν προκαλούν αστραπές. Η αδυναμία διαφυγής από το περίκλειστο περιβάλλον τους και η άμεση προσκόλλησή τους στο παρελθόν, αφαιρεί από τους ήρωες τη δυνατότητα να προκαλέσουν σπινθήρες και εκρήξεις. Οι πολλές ταυτότητες που κουβαλούν είναι τόσο μουντζουρωμένες που με δυσκολία διακρίνονται τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά.

Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Τόνια Κοβαλένκο. Πολύ καλή διότι κρατάει την ιδιαίτερη θερμοκρασία του μυθιστορήματος που από την αρχή μέχρι το τέλος προσπαθεί να ορθοτομήσει ανάμεσα στη ζέστη και στο κρύο, που φλερτάρει με το χλιαρό και που τελικά, όντως, ούτε παγώνει ούτε καίγεται.