«…Πόσο φθείρουμε τις λέξεις μαζί με τα συναισθήματά μας…»

(σελ. 122)

Όταν διάβασα για πρώτη φορά τον Γιάννη Ευσταθιάδη στο έργο του «Γραμμένα φιλιά», σώπασα και έκανα να αρθρώσω λέξη για αρκετή ώρα. Μια γροθιά στο στομάχι μού είχε φράξει το αναπνευστικό σύστημα. Η επιτομή της αληθινής, συναισθηματικής και πνευματικής γραφής. Με δυο λόγια, η επιτομή του ρομαντισμού.

Και στο συγκεκριμένο βιβλίο λοιπόν, με δάνειο τίτλο από ποίημα του Wallace Stevens, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Τρία διηγήματα μεγάλου μήκους, Ο Έψιλον Έρως, Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα, Δον Ιωάννης. Στο πρώτο διήγημα σκιαγραφείται η δράση και η αντίδραση στον έρωτα, μέσω ερωτικού παραληρήματος, γεμάτες ένταση, συναισθήματα, αναταράξεις. Ο Έρωτας στο χώρο και το χρόνο, στην εικόνα και στον ήχο, στην ουσία και την απουσία. Και η ψυχή που στέκει ανήμπορη να διαχειριστεί, ζαλισμένη από το βέλος που δεν θα την αφήσει μέχρι να τη διαπεράσει ολόκληρη.

Στο δεύτερο διήγημα παρακολουθούμε τον καταποντισμό της ανθρώπινης υπόστασης από την ταπεινοφροσύνη στην αλαζονεία, σ’ ένα επικίνδυνο παιχνίδι της ανάγκης του ανθρώπου όχι να καρπωθεί υλικά πράγματα, αλλά να επιτύχει την διαφορά που θα μαγέψει το κοινό –ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει–, χωρίς να υπολογίζει το κόστος, τη φθορά αλλά και τη νέμεση. Στο τρίτο διήγημα παρατηρούμε την τριβή των ανθρωπίνων σχέσεων, έχοντας από τη μία πλευρά την ανεξέλεγκτη αλλά κι αληθινή εκφραστικότητα προς πολλά πρόσωπα, και από την άλλη τη γυναίκα που περιμένει –και πάντα θα περιμένει–, τον σύζυγό της να επιστρέψει το βράδυ, κουρασμένος από την καθημερινή του Οδύσσεια και ήδη έχοντας γευτεί τους καρπούς άλλων γυναικών.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη, ενός, κατά τη γνώμη μου, από τους λίγους σύγχρονους ρομαντικούς συγγραφείς, ένιωσα την πόρτα της ψυχής ν’ ανοίγει, αφήνοντας το πνεύμα έτοιμο ν’ αφουγκραστεί την πεμπτουσία της ζωής και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Με εξαιρετική γλώσσα και τόσο μεστό και «φιλικό» ύφος ο συγγραφέας μάς παραδίδει χαρακτήρες γεμάτους συναισθήματα, σκέψεις κι ανάγκες. Χαρακτήρες, επενδυμένους με το αστείρευτο ταλέντο του Γιάννη Ευσταθιάδη, που γονατίζουν απέναντι στο συναίσθημα, στη φυσική τάξη, την καρτερία, με φόντο γράμματα και νότες που συνθέτουν τα πρόσωπα των τριών διηγημάτων.

Επίσης, δεν πρέπει να παραλείψω ότι ο τίτλος είναι εξαιρετικός, με μια έντονη και έκδηλη λογοτεχνική μυρωδιά, που θέλγει από την πρώτη κιόλας επαφή. Εξίσου και η δομή των διηγημάτων, παρά το μεγάλο μέγεθος, επ’ ουδενί δεν κουράζει, αλλά αντίθετα ωθεί τον αναγνώστη να θέλει να διαβάσει ολοένα και περισσότερο.

Μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων από έναν συγγραφέα που πάντοτε με ευχαριστεί η ανάγνωση των βιβλίων του, με το ιδιαίτερο ύφος του και την πανανθρώπινη αλήθεια.