Ποια από τις δυο;

Οι προβολείς δυναμώνουν, η σκηνή φωτίζεται.

Οι θεατές σιωπούν.

Η αυλαία ανοίγει.

Οι ηθοποιοί έχουν πάρει τις θέσεις τους,

Η παράσταση αρχίζει… σ. 11

«Άννα, το όνομά της», ένα μυθιστόρημα σαν θεατρική παράσταση, διά χειρός Κώστιας Κοντολέων.

Μια πυρκαγιά στη Λήμνο στα τέλη της δεκαετίας του ’30 ξεκληρίζει την οικογένεια εκείνου. Η γυναίκα του και η κόρη του, ανάμεσα στα θύματα. Εκείνος, ο Μήτσος, μένει πίσω γεμάτος τύψεις που δεν «έφυγε» μαζί τους, να θυμάται, να μην μπορεί να ξεχάσει, να κουβαλάει μέσα του την τραγωδία σε κάθε του βήμα, να αδυνατεί να προχωρήσει μπροστά.

Από το νησί μετατίθεται στην Αθήνα και μια νέα ζωή ξεκινάει. Εκεί, θα συναντήσει την Άννα, μια νέα γυναίκα, και μαζί της θα φτιάξει μια νέα οικογένεια. Σύντομα ένα νέο παιδί, ο γιος τους, θα γεννηθεί και η ζωή θα πάρει το πάνω χέρι και θα κυλήσει προς νέα ρότα.  Ή μήπως όχι;

Οι εφιάλτες του χθες δεν λένε να κοπάσουν, η πρώτη γυναίκα του και η κόρη του είναι πανταχού παρούσες στο νέο του σπίτι. Το παρελθόν απειλεί να τον καταπιεί, να καταστρέψει το παρόν και το μέλλον της νέας συζύγου και του γιου του. Ποιος θα νικήσει;

Η συγγραφέας αφηγείται μια ανθρώπινη ιστορία για τις κακοτοπιές και τις τραγωδίες που μας επιφυλάσσει η Μοίρα και την αέναη, επίπονη, χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα πάλη του ανθρώπου να ξεπεράσει ό,τι πονάει πολύ και να προχωρήσει εμπρός.

Ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα από το τέλος της δεκαετίας του ’30 μέχρι το σήμερα. Μιας Ελλάδας που αλλάζει και εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, αντιπαροχή, Δικτατορία κ.ά. θα σημαδέψουν ανεξίτηλα την Ιστορία της και μαζί την ιστορία κάθε Έλληνα.

Με γραφή στακάτη, γεμάτη υπαινιγμούς και προϊδεασμούς, που υποψιάζει τον αναγνώστη, του γεννά αγωνία, αλλά δεν του φανερώνει πολλά. Και με γραφή ρέουσα, που ξετυλίγει μια αφήγηση, η οποία στέκεται στα απαραίτητα μόνο, στα σημαίνοντα, χωρίς φλυαρίες. Ενώ η ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής παίρνει το πάνω χέρι αιχμαλωτίζοντας τις αισθήσεις.

Τα φώτα χαμηλώνουν.

Στο βάθος της σκηνής

οι πρωταγωνιστές, ακαθόριστες σκιές πια,

σηκώνονται με κόπωση

–ίσως εγκλωβισμένοι στους ρόλους τους–

και υποκλίνονται στους θεατές.

Χειροκροτήματα… σ. 329