Οι σπουδές της Νίνας Αλέξη ρίχνουν σαφές το φως τους στα γραπτά της. Παραστατικές τέχνες, θέατρο και χορό μελέτησε κι ερεύνησε κι ερευνά διά βίου διδάσκοντας και μαθαίνοντας τα μυστικά της συλλογικής ανθρώπινης ψυχής. Δημοσιογράφος και πολιτική ανταποκρίτρια στην Αθήνα για τα «Νέα του Λονδίνου» (1992-1995) έχει και την έγνοια της προσληψιμότητας των κειμένων της από τον μέσο αναγνώστη. Γενικώς, η θητεία των λογοτεχνών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όσο αποσπασματική και βραχύβιο πάρεργο κι αν είναι, τους αναγκάζει να βυθιστούν στις μακροδομές της ελληνικής γλώσσης και να ενισχύσουν την αρματωσιά τους με την ευθύβολη στοχαστικότητα της υλοποιημένης τους εκφράσεως. Κι επειδή η ποίηση τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κατά κύριο λόγο δοκιμιακή, ρέποντας προς τη φιλοσοφία αφενός και την αυτοψυχαναλυτική εξομολόγηση αφ’ ετέρου, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις που θεραπεύουν ακόμα τον Ρυθμό και την Αρμονία, με μαθηματικές-γεωμετρικές-αριθμολογικές γνώσεις κι εξασκημένες δεξιότητες, η διάκριση της μικρής αφηγηματικής φόρμας και της μεταμοντέρνας ποιήσεως είναι πλέον δυσχερής έως αδύνατος. Σε αυτό συντείνει τα μάλα η υπερ-μετα-πτυχιακή εκπαίδευση-εξειδίκευση, που μεταθέτει το συνειδησιακό κέντρο βάρους από το θυμικό στο νοητικό, με αποτέλεσμα να μιλάμε για «ποίημα ιδεών», όπως λέγαμε παλιά «θέατρο ιδεών». Κι αυτές οι ιδέες, όταν δεν είναι πρωτότυπες, καινοφανείς ή τεχνουργημένες με πρωτάκουστο τρόπο, φθίνουν διαρκώς από την πολυχρησία, φτάσαμε σήμερα να αναλύουμε το ποίημα εννοιολογικά και θεματολογικά, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, αλλά να μην μπαίνουμε σχεδόν ποτέ στα ενδότερα της λογοτεχνικής κουζίνας, για τον απλούστατο λόγο ότι διδασκόμεθα στην υποχρεωτική και στην Ανωτάτη Εκπαίδευση πεζολογίες αντί για Υψηλή Ποίηση. ΕΣΤΩ! Μετά από αυτόν τον μακρύ κι εν πολλοίς άσχετο με το συγκεκριμένο βιβλίο πρόλογο, ας σκύψουμε με ζέση και ιδιαίτερη προσοχή πάνω στον ευαίσθητο στίχο αυτής της δραματικής ποιήτριας:

Μετάλλαξις

Οι ξενιστές διαπέρασαν το φως,

σαν αντίσωμα εμφυτεύθηκαν

βούλιαξαν τις αμφίρροπες διαστάσεις

των εξελιγμένων όντων που

καθρεφτίζουν πια, μοιραία,

αλλότριες θελήσεις κι ιδεολογήματα.

Κι εγώ επιμένω ακόμη να εξωραΐζω

την εικόνα σου, Άνθρωπε,

μέσ’ απ’ τις δαιδαλώδεις έλικες του εγκεφάλου,

όπου δρόμο ανοίγω στα βαθύσκιωτα δάση σου (σελ. 19).

 Και πιο κάτω ένα λακωνικό πόνημα:

Fragmenta

 Τα μήλα μύριζαν βανίλια.

Ξύπνησα μα δεν τα βρήκα!

Βρήκα μόνο τις σάρκες μου

στο λευκό μαρμάρινο πάτωμα (σελ. 57).

Ο λόγος που σας παραθέτω εκτενή αποσπάσματα ποιητών που δεν τους έχει μελετήσει συστηματικά κανείς μέχρι τώρα, ας μην θεωρηθεί υποφώσκουσα αδυναμία, αλλά εξομολογουμένη δημοκρατική έκκληση σε δημιουργικό διάλογο, προκειμένου να φωτιστούν επαρκώς όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές του κρινομένου και να μην αδικηθεί κανείς δημιουργός.

Ας την ξανακούσουμε [«το τρις εξαμαρτείν…»]:

Θέλω να πεθάνω το δικό μου θάνατο,

            τη δική μου ζωή να ζήσω,

            τα δικά μου λάθη να πληρώσω (σελ. 66).

Μινιμαλισμός που εκτρέπεται σε επιγραμματικά γνωμικά… είναι ίσως μια δόκιμη διέξοδος της Ποίησης στα χρόνια της Κρίσης, όπου κάθε τι παλαιό και δοκιμασμένο απαξιώνεται, αποδομείται, χωρίς να γίνονται όμως και σαφείς προτάσεις για ανοικοδομήσεις, αναστηλώσεις, αναπαλαιώσεις ή απλώς καινοτομίες…

Μ’ αυτά και μ’ αυτά θέλω να πω σε απλά ελληνικά πως η συγχρόνως γραφομένη Ποίησις παλινδρομεί μεταξύ πεζολογίας κι ομφαλοσκοπήσεως με φιλοσοφικές προεκτάσεις και θυμοσοφικές επιδόσεις γνωμικών επιγραμμάτων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η καθηγήτρια θεατρικής αγωγής και υπεύθυνη διδασκαλίας στα παιδιά των Ρομά και σε προγράμματα καταπολέμησης κοινωνικού αποκλεισμού, η Νίνα Αλέξη, ξεδιπλώνει την ευαισθησία της στο νόμιμο πεδίο της προσεγμένης, διακριτικής, επιμελημένης ποιητικής έκφρασης, με έντονο το δραματικό στοιχείο, απευθυνόμενη στον αναγνώστη-ακροατή-θεατή χαμηλόφωνα (sotto-voce).