Έμπνευση
*
Όταν στον ύπνο τον επισκέφθηκε
Το κρεβάτι του έγινε
Ένα κλειδοκύμβαλο με φτερά
Τον ανέβασε στη ράχη του
Τον έβγαλε από την εξίσωση
Του έπαιξε την άρια της αγάπης
Ξεδίπλωσε την επιδερμίδα της Γης
Ζωγραφίζοντας μ’ ενθουσιασμό
Την καρδιά μιας πεταλούδας
Τότε αυτός είπε
Παρακαλώ
Ας πυροβολήσει κάποιος επιτέλους
Το κοράκι.
*
Στην ανατριχίλα του υγρού
Στα κύματα της σούπας
Σαν πάπια με αδιάβροχα φτερά
Μια μικρή γυμνή Οφηλία
Με βατραχοπέδιλα
Κολυμπά
Πρόσεξέ την μη φαγωθεί
Είναι η Μούσα σου
Φώναξαν οι φίλοι του
Όλοι μαζί
Ήταν ένα μικρό χρυσό λεπιδόπτερο
Στην καμπυλότητα του Οίστρου
μακάριο αιωρούνταν
Κάθε κινούμενο σωματίδιο
οδηγεί σε άλλη μια
αποτυχημένη φιλοσοφική θεωρία
είπε και το έλιωσε με τον αντίχειρα
Τι κρίμα! ήταν η Μούσα σου
Φώναξαν οι εχθροί του
Όλοι μαζί
(από τις σελ. 52 και 53).
Αν σας παρέθεσα αυτό το χαρακτηριστικό –κατά τη γνώμη μου– απόσπασμα είναι για να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασιν τη δραματική αφηγηματικότητα αυτού του ποιητικώς απογειωμένου κειμένου. Όμως αυτό δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποιητικής τέχνης μιας καλής ποιήτριας που ακούει στο όνομα ΈΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ (με κεφαλαία, ένδειξη ότι είναι μείζων και φέρελπις, αγκάθι εις τον οφθαλμόν πολλών αυτοκλήτων ανταγωνιστών της).
Το δεύτερο στοιχείο που εντόπισα και θέλω να σας επισημάνω στο ποιητικό της εργαστήρι είναι η μη νοησιαρχική-μαγική σκέψη που καταλήγει σε έναν απολλώνειο διονυσιασμό, όπως στο εξαίρετο ποίημα «Ίυγξ» των σελίδων 36 και 37.
Το τρίτο στοιχείο στην ποιητική της τέχνη είναι η ακατάσχετη κι ενίοτε ακατάληπτη ρητορεία (απολύτως θεμιτή στη σύγχρονη εποχή, μετά το μεταμοντέρνο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δισέλιδο ποίημα «Έμμα Μποβαρύ (φανταστική συνέντευξη)» (σσ. 22-23), από όπου παραθέτω μόνον ένα χαρακτηριστικό –για του λόγου το αληθές– απόσπασμα:
Υπάρχει λοιπόν φως;
Εγώ βλέπω μόνο μαύρο φως.
Φυσικά και υπάρχει στη σύγχρονη Φυσική η «σκοτεινή και μαύρη ύλη» ή «μαύρη Υλοενέργεια» κι ο Νεοϋορκέζος ποιητής Νίκος Σπάνιας εξέδωσε κάποτε στην «Οδό Πανός» μια συλλογή με τίτλο «Το Μαύρο Γάλα της Αυγής». Η ποιητική έννοια «μαύρο γάλα» είναι κοινός τόπος στην αμερικάνικη ποίηση… Οι διακειμενικές αναφορές της μορφωμένες ποιήτριας και οι υπόγειες συγγένειές της διατρέχουν όλο το φάσμα του επιστητού ανθρωπίνου πολιτισμού, όπως πολλών σπουδαγμένων συγγραφέων που εμφανίστηκαν στα Γράμματα μετά την αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα (η Έλσα Κορνέτη είδε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Η αιώνια κουτσουλιά» να τυπώνεται από τον Γαβριηλίδη το 2009. Αμέσως τότε επεσήμανα ως κριτικός την αυτοσαρκαστική ειρωνεία και την πρωτοτυπία της καίριας έκφρασής της, στοιχεία που έχουν αρχίσει μάλλον να υποχωρούν κι ελπίζω να επανέλθουν δριμύτερα σε επόμενες συλλογές της, αφού τώρα φαίνεται σαν να υπερτερεί η μεγαλόστομη ρητορεία, μια κάποια πλατύποδη σπουδή – με την έννοια του εσπευσμένου [ας μου συχωρεθεί ο όρος, αλλά όταν έχεις να κάνεις με πρωτότυπους ποιητές που σε εκπλήσσουν πρέπει να επιδείξεις και την ανάλογη ευφάνταστη επινοητικότητα…]).
Με τα τούτα και με τα εκείνα, θέλω να πω σε απλά ελληνικά, ότι έχουμε εδώ ένα βακχικό ταλέντο που δεν αντέχει ίσως τη διονυσιακή θέρμη του και ψυχραίνει τη μανία του με σοφίσματα νέο-παράλογα [αναφέρομαι στον άστοχο αλλά δοκιμασμένο όρο «Θέατρο του Παραλόγου»].
Βεβαίως, ποτέ δεν ξέρει ένας «ποιητής προφήτης» (poeta–vates, για τους Λατίνους θεωρητικούς της Λογοτεχνίας) πού θα τον βγάλει κάθε φορά η ορμή του, που δεν επιδέχεται βεβαίως ποσοστώσεων, στατιστικών και ισολογισμών, μπορεί όμως να αναλυθεί κάλλιστα εκ των υστέρων ως ζων σώμα καταγεγραμμένων πόθων που δεν ευδόκησαν να γίνουν έρωτες, να «αξιωθούν της ηδονής μια νύχτα ή ένα κορμί της φεγγερό». Ο Μεγάλος Αλεξανδρινός θα εύρισκε ίσως υπερβολικά «εγκεφαλικούς» και περιττώς σκεπτόμενους τους σύγχρονους ελληνόφωνους ποιητές (συμπεριλαμβανομένου ίσως κι εμού του ιδίου). Όμως η Συλλογική Συνειδητότητα εμπλουτίζεται από αιώνα σε αιώνα με καινούργια φερτά υλικά που επικαλύπτουν κι επιστρώνονται πάνω στα αρχαία ορμέφυτα. Ποίηση μπορεί και να είναι η Τέχνη της απόπειρας απαθανατίσεως του εφήμερου…
Η Έλσα Κορνέτη φαίνεται να ανήκει πια οργανικά στο εικονοστάσιο των συγχρόνων μαχίμων ποιητών, είτε το θέλουν οι αυτόκλητοι εχθροί κι οι ματαιοκάματοι [δικός μου ο όρος] ανταγωνιστές της είτε όχι. Ας μάθουμε να είμαστε μεγαλόψυχοι κι ελεήμονες, διαισθανόμενοι αριστοτελικόν «έλεον και φόβον». Ο μακρόθυμος Χρόνος δεν θα χαριστεί σε κανέναν μας παρά αξίαν ή παρά την αξίαν του καθενός μας, της καθεμιάς εν τοιαύτη περιπτώσει.