«Σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια»

Μια γειτονιά της Αθήνας και οι ιστορίες των ανθρώπων που την κατοικούν, αυτή θα ήταν μία πρώτη ανάγνωση της «Ανεμόσκαλας» του Μιχάλη Σπέγγου. Ένα μυθιστόρημα με τη μορφή διηγημάτων που σιγά-σιγά αποκαλύπτουν την πλοκή του, ξεκινώντας σαν ένα κουβάρι με νήμα που ξετυλίγεται από πολύ μακριά και καταλήγει, μέσα από κύκλους και κόμπους, σε ένα ανοιχτό τέλος που δεν είναι το τέλος της ιστορίας, μόνο το τέλος του νήματος: το κουβάρι ξετυλίχθηκε κι άλλο δεν έχει να ειπωθεί…

Καθώς διαβάζεις όμως το βιβλίο, συνειδητοποιείς ότι οι ήρωες δεν κατοικούν ακριβώς τη γειτονιά που είναι το επίκεντρο των γεγονότων: τη στοιχειώνουν. Ζουν ή επιβιώνουν ως φαντάσματα, οι ζωές τους περνούν μέσα από τους τοίχους και μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη, το κάθε σπίτι μοιάζει να συνδέεται υπογείως με τα υπόλοιπα. Οι ατομικές ιστορίες είναι τα τούνελ που βγάζουν από το ένα σπίτι στο άλλο αλλά και πίσω, στο παρελθόν, και φτάνουν μέχρι τα Γιάννενα, τόπο καταγωγής του συγγραφέα.

Η ιστορία-νήμα, αποτελούμενη από ιστορίες που τη συνθέτουν κομμάτι-κομμάτι, μέσα από διαφορετικά πρόσωπα και πισωγυρίσματα στο χρόνο, είναι πικρή και χωρίς ευτυχισμένο τέλος, ίσως μόνο μια ανάσα όταν κλείνει. Αλλά η δύναμη της αφήγησης από διαφορετικές οπτικές γωνίες και με εμβόλιμα κομμάτια πρωτοπρόσωπης μαρτυρίας (εξαιρετική η «προφορική» αφήγηση της γιαγιάς στα Γιάννενα που δίνει τη δική της εκδοχή των γεγονότων) είναι τόσο ισχυρή, ώστε το κείμενο διαβάζεται απνευστί με μια αγωνία, λες και διαβάζεις για δικούς σου ανθρώπους: και σε ένα βαθμό αυτό ισχύει, με την έννοια ότι τα πρόσωπα που συναπαρτίζουν αυτή την τοιχογραφία τα αναγνωρίζεις στην οικογένειά σου, στο περιβάλλον σου, στη δική σου γειτονιά. Οι ζωές τους δεν είναι η δική σου ζωή, αλλά οι σκέψεις τους και η ψυχική τους κατάσταση, σε πολλά σημεία είναι: μία υποβόσκουσα οργή που εκτονώνεται κάποτε βίαια, ο πόλεμος ενάντια στη ματαιότητα και τη φθορά, η διάλυση του κοινωνικού ιστού και το κοινωνικό αδιέξοδο που βλέπεις κάθε μέρα γύρω σου να εξαπλώνεται σαν επιδημία.

Το εύρημα της πολλαπλής και σταδιακής αφήγησης, η δύναμη της γραφής και το εξαιρετικό χτίσιμο, με λίγες βασικές αλλά καθαρές γραμμές, των προσώπων και των χαρακτήρων, είναι εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την «Ανεμόσκαλα» να κερδίζει τον αναγνώστη – και θέλω να αναφέρω εδώ ως μεγάλο, νομίζω, επίτευγμα του συγγραφέα, ότι σε αρκετά σημεία μού θύμισε τους «Ανυπεράσπιστους» του Δημήτρη Χατζή. Κλείνοντας τις σελίδες του βιβλίου, πέρα από το γεγονός ότι διάβασες καλή, σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, σου μένει το ερώτημα: θα αντέξουμε πάνω στην ανεμόσκαλα, ως πρόσωπα και ως κοινωνία; Θα κρατηθούμε;