«Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.» 

Ωδή τετάρτη, Εἰς Σάμον

α´.

Ο Ανδρέας Κάλβος, Έλληνας εθνικός ποιητής, λόγιος και αρχαιολάτρης, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1869 στο Λάουθ της Αγγλίας. Ο Δροσίνης και ο Παλαμάς ανέδειξαν τη ζωή και το έργο του, ενώ υμνείται στα ποιήματα του Καραγάτση, του Σεφέρη και του Καρυωτάκη. Τα τελευταία χρόνια έχουν ασχοληθεί μυθιστορηματικά με τη ζωή και το έργο του ο Νίκος Σκαράκης με το βιβλίο του «Στη σκιά του πεπρωμένου» (1996) και η Πόλυ Χατζημανωλάκη με το βιβλίο της «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» (2008).

Την παρούσα χρονιά ο Βλάσσης Τρεχλής, συγγραφέας και μουσικός,  επαναφέρει στο λογοτεχνικό προσκήνιο τη ζωή και το έργο του μεγάλου ποιητή με μια μυθιστορηματική βιογραφία, «Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο». Είναι ήδη γνωστός στο αναγνωστικό κοινό μέσα από τα βιβλία του «Ταξίδι στη Λευκή Θάλασσα» (2006) και «Το αρχαϊκό χαμόγελο του Μάνου Χατζηδάκι» (2011). Ο ίδιος δηλώνει την ιδιαίτερη εκτίμηση και αγάπη που τρέφει για τον Ανδρέα Κάλβο, η οποία είναι εμφανής και από την ευρεία βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου σχετικά με τον βίο και το έργο του ποιητή. Η πολύχρονη και διαρκής μελέτη του έργου του τον ώθησαν στη συγγραφή της μυθιστορηματικής αυτής βιογραφίας.

Η αφορμή για την αρχή της συγγραφής της ήταν η μη ύπαρξη πολλών πληροφοριών όσον αφορά στην εξωτερική εμφάνιση του ποιητή και γενικότερα για τη ζωή του – έτσι προέκυψε και ο τίτλος του βιβλίου «Το χαμένο πορτραίτο». Η αφήγηση ξεκινά στο πρώτο μέρος του βιβλίου το 1924, όπου ο Αντώνης Ιντιάνος, ένας δικηγόρος από την Κύπρο ο οποίος ανακάλυψε με τη βοήθεια του αρχιμανδρίτη Ι. Βίρβου τον τάφο του Ανδρέα Κάλβου, φθάνει στο Λάουθ της Βρετανίας, εκεί όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ποιητής. Αναζητά πληροφορίες για τον ποιητή και συγκεκριμένα ένα χαμένο πορτραίτο του. Έπειτα η αφήγηση μεταφέρεται χρονικά στο παρελθόν, στο καλοκαίρι του 1812, όπου ο στρατός του Ναπολέοντα κινείται προς τη Μόσχα. Τη χρονιά αυτή ο εικοσάχρονος Ανδρέας Κάλβος γνωρίζεται στη Φλωρεντία με τον Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής, Ούγκο Φόσκολο. Ο τελευταίος τον έχει προσλάβει ως γραμματέα-αντιγραφέα του και επίσης τον έχει ορίσει δάσκαλο του προστατευόμενού του, Στέφανου Βούλτσου. Ο Ούγκο Φόσκολο γίνεται ο δάσκαλος του Ανδρέα Κάλβου και ο καθοδηγητής του. Τον μυεί στον νεοκλασικισμό και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Είναι αυτός που καθορίζει την πορεία του μεγάλου Έλληνα ποιητή.

Ο Ανδρέας Κάλβος, παράλληλα με τη μελέτη και την εντρύφησή του στα αρχαϊκά πρότυπα και στους κλασικούς συγγραφείς, κατά την παραμονή του στη Φλωρεντία εξασφαλίζει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και ελληνικών σε οικογένειες ευγενών με αποτέλεσμα η γνώση, η εμπειρία και το πάθος του να τον αναδείξουν σε έναν εξαίρετο διδάσκαλο. Στη συνέχεια ακολουθεί η εξορία του Ούγκο Φόσκολο και οι περιπέτειες και των δύο στην Ελβετία και στο Λονδίνο, όπου θα επέλθει οριστική ρήξη στη σχέση τους, καθώς ο Ανδρέας Κάλβος είναι πια έτοιμος να ακολουθήσει τη δική του πορεία. Στο Λονδίνο θα επιτύχει να γίνει δεκτός στους κύκλους των λογίων και να εγείρει τον θαυμασμό όλων. Αναδεικνύεται ως δραματουργός με την τραγωδία «Δαναϊδες» και μέσω των διαλέξεών του με θέμα την ελληνική γλώσσα και τη σωστή προφορά των αρχαίων θα προκαλέσει φιλελληνικά αισθήματα υπέρ του αγώνα των Ελλήνων για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Το 1820, μετά την παραμονή του στο Παρίσι και στη Φλωρεντία, εντάσσεται στο κίνημα των καρμπονάρων. Μέχρι την άνοιξη του 1821 συνθέτει ακόμη δυο τραγωδίες. Την ίδια χρονιά απελάθηκε στη Γενεύη όπου γράφει τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο «Λύρα».

Το 1825, στο Παρίσι, συνδέεται με Έλληνες λόγιους και εντάσσεται στους φιλελληνικούς κύκλους, όπου τον βοηθούν να εκδώσει τη σειρά των Ωδών. Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1826 όπου μένει για λίγο στο Ναύπλιο και έπειτα πηγαίνει στην Κέρκυρα. Κατά την άφιξή του στην Ελλάδα τα λόγια του αποτυπώνουν τις ανησυχίες και τις αγωνίες όλων των λογίων που ζούσαν μακριά από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα: «“Τι θέλω εγώ εδώ;” αναρωτήθηκε. “Πού τρέχω τόσα χρόνια; Πού περιπλανιέμαι; Ποια στήθια να προτάξω στον εχθρό; Πώς να σταθώ στην αντάρα της μάχης; Ποιον θα σώσουν οι στίχοι μου εκτός από τη ματαιοδοξία μου; Πόσο μηδαμινός νιώθω, Θεέ μου! Σαν να μην ήρθα ποτέ στην πατρίδα”, ψιθύρισε και πήρε το δρόμο για την παραλία» (σελ. 278).

Η παραμονή του στην Κέρκυρα αναπτύσσεται στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Αφηγητής τώρα είναι ο μαθητής του ποιητή, Ιάσονας Εκλεκτός, ο οποίος «κρατάει ημερολόγιο» για τη ζωή του δασκάλου του. Εκεί ο Κάλβος ανακηρύσσεται διδάκτωρ φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία του Γκίλφορντ. Προβάλλονται οι διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα που απασχολούσε τη διανόηση πριν από την απελευθέρωση, η παρακμή της Ακαδημίας, η αξία του Κάλβου ως εξαίρετου διδασκάλου και ποιητή. Το 1825 εγκατέλειψε την Κέρκυρα και ταξίδεψε για την Αγγλία με τη δεύτερη γυναίκα του, Charlotte Augusta Wadams. Δίδαξε μέχρι το τέλος της ζωής του στο οικοτροφείο θηλέων στο Λάουθ.

Σαφώς και είναι πολύ δύσκολη η ενασχόληση έστω και μυθιστορηματικά με τη ζωή και το έργο ενός τόσο σημαντικού ποιητή, όπως είναι ο Ανδρέας Κάλβος. Ωστόσο, ο συγγραφέας Βλάσσης Τρεχλής έχει μελετήσει και εντρυφήσει στη ζωή και στο έργο του ποιητή τόσο ώστε να μας παρέχει μέσω της μυθιστορηματικής του αυτής βιογραφίας την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με το πνευματικό έργο και την ψυχή του εθνικού ποιητή. Προσπαθεί να αποτυπώσει το πνεύμα και το κλίμα της εποχής των επαναστάσεων και των κοινωνικών αλλαγών του 19ου αιώνα που έζησε και έδρασε ο Ανδρέας Κάλβος. Η αφήγηση από τριτοπρόσωπη στο πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται πρωτοπρόσωπη στο δεύτερο μέρος και έπειτα στο τέλος πάλι τριτοπρόσωπη.

Αποτυπώνεται η εποχή και οι χαρακτήρες σημαντικών προσωπικοτήτων. Ο αναγνώστης ταξιδεύει μαζί με τον ποιητή ανά την Ευρώπη των επαναστάσεων του 19ου αιώνα και δημιουργεί το πλαίσιο δράσης του ποιητή και το πορτραίτο του. Νιώθει ότι βρίσκεται και ο ίδιος κάπου εκεί να παρακολουθεί τις διδασκαλίες του Ανδρέα Κάλβου, τις διαλέξεις του. Νιώθει για λίγο ότι ζει και ο ίδιος στον ρυθμό της επανάστασης των Ελλήνων. Ο συγγραφέας δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να βιώσει τον καημό και το πάθος για την ελευθερία και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Μέσω της απλής γλώσσας που χρησιμοποιεί τον εντάσσει στην αφήγηση με αποτέλεσμα να αισθάνεται και ο ίδιος μέρος της ιστορίας.

Εντέλει το αληθινό πορτραίτο του ποιητή όμως αποτυπώνεται στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, στα λόγια της δεύτερης συζύγου του:  «Πόσο σοφός ήσουν, καλέ μου, όταν δεν ήθελες να μας αφήσεις την εικόνα σου. Πόσο μας αγαπούσες όταν αρνιόσουν να θρέψεις τη ματαιοδοξία μας».