Τότε που έβραζε ο κόσμος

Ποιος είπε ότι πρέπει  τα στερνά να τιμούν πάντα τα πρώτα; Και τέλος πάντων, η τιμή που επιδαψιλεύει κανείς στα περασμένα οφείλει να είναι ανάλογη με την αναπόδραστη αναθεώρηση στην οποία έχει βασανιστεί στο παρόν. Τίποτα πιο απομαγευτικό από το να ντύνεις με αχλή δόξας το παρελθόν: ειδικά αν περιέχει κάμποσες συντριβές.

Ο Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ είχε την τύχη να ζήσει στα ταραγμένα 60s και 70s, τότε που ο κόσμος, με έναν τρόπο καθηλωτικό, αναδιάταξε τις δυνάμεις του. Τότε που το φοιτητικό κίνημα ήταν ακμαίο, οι πολιτικές ζυμώσεις σπινθηροβόλες, οι αριστερές ιδέες εύκρατες και οι άνθρωποι δεκτικοί σε παντοειδείς αλλαγές. Τα είδε, τα γεύτηκε, πήρε μέρος σε όλους τους «αναβρασμούς», σε ορισμένους από ηγετική θέση, και τώρα, στο γέρμα της ζωής του, και με την ευτυχία να μην έχει πάθει ακόμη Αλτσχάιμερ, όπως ο ίδιος σημειώνει σκωπτικά, επιστρέφει στον τόπο του… εγκλήματος για να τα διηγηθεί.

Πώς γίνεται ένα πολιτικό και προσωπικό memoir, όπως είναι ο «Αναβρασμός», να μην είναι ενδεδυμένος με κοστούμι άνετου περιπάτου; Ο Εντσεσμπέργκερ, σημαντική μορφή των γερμανικών γραμμάτων, ανατρεπτικός ποιητής, αλλά και καινοφανής δοκιμιογράφος, αν για κάτι «φημίζεται» είναι για τον ειρωνικό σκεπτικισμό του. Δεν αφήνει τίποτα που να μην το περάσει από την προκρούστεια κλίνη της ανελέητης κριτικής. Και από αυτή τη διαδικασία δεν εξαιρεί ούτε τον εαυτό του.

Ένας κλασικός άνθρωπος του κόσμου, γητευτής των εξωκοινοβουλευτικών γκρουπούσκουλων, και μαστιγωτής του αστικού κομφορμισμού της γερμανικής κοινωνίας, ο Εντσεσμπέργκερ, στα ύστερα χρόνια της αναθεώρησης πολλών απόψεων, και με την ελευθερία που του παρείχε η απόστασή του από τα αριστερά κινήματα, οδηγήθηκε σε μια κατάσταση παιγνιώδους αναδίφησης.

Σε τούτο το αυτοβιογραφικό βιβλίο, δίχως όμως να έχει την επιδίωξη να συμπεριλάβει τα πάντα για τα πάντα, ο γερμανός συγγραφέας ανατρέχει στα μεγάλα γεγονότα εκείνων των εποχών και με τη γνώση του σήμερα τα αντιμετωπίζει με απόσταση.

Από την πρώην Σοβιετική Ένωση, επί εποχής Χρουστσόφ, με το χυμένο αίμα από τα χρόνια του Στάλιν να είναι ακόμη νωπό, έως την Κούβα του Φιδέλ όπου η αλεγρία της Επανάστασης κατέληξε σε βασανισμό, ο Εντσεσμπέργκερ έζησε από κοντά τους ηγέτες, την προβληματική του κομμουνισμού και τη στανική τυφλότητα να δημιουργήσουν τον «νέο άνθρωπο». Είδε τη φιλοδοξία, αλλά είδε και την παρέκκλισή της. Είδε το όραμα, αλλά είδε και την καταβύθισή του. Κάπως έτσι η ελευθερία και η νίκη των λαών μετατράπηκε σε φυλακή και ήττα του κινήματος. Ο Εντσεσμπέργκερ ήταν πάντα μέσα, αλλά και έξω από τις εξελίξεις. Όπως λέει και ο ίδιος, ποτέ δεν επιδίωξε να έχει καίριο και ηγετικό ρόλο στα πράγματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, κι όμως κατά ένα περίεργο τρόπο τούτο συνέβη. Και τον Μάη του ’68  έζησε και τα κινήματα της Γερμανίας που προσπάθησαν να αντιταχθούν στη σοσιαλδημοκρατία και το σχίσμα του Βερολίνου και την άνοδο της ακραίας τρομοκρατίας μέσω της οργάνωσης Μπάαντερ-Μάινχοφ. Ειδικά για την τελευταία εξηγεί πώς δημιουργήθηκε από το πουθενά και πόρρω απείχε από το να θεωρείται μια ετοιμοπόλεμη «μηχανή» τρομοκρατικών ενεργειών κατά του κράτους.

Το ταξίδι του, ιδεολογικό αλλά και πραγματικό, στο αχανές του κόσμου ήταν σαν κι αυτό που έλεγε ο Ίμρε Κέρτες, «χωρίς νόημα, κουραστικό, αλλά όμορφο». Ρωσία, έως τα πέρα βάθη της, Σουηδία, Καμπότζη, Γαλλία, Βιετνάμ, Κούβα, Αγγλία, οι εκτοπίσεις των αντιφρονούντων, το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ένας γάμος, ένα παιδί, ένα διαζύγιο, το ρωσικό ρομάντζο με την πιεστική και αποσυνάγωγη Μάσα, η οποία στο τέλος δεν άντεξε και έδωσε τέρμα στη ζωή της, οι ακαδημαϊκές δοκιμές, η επαναστατική γυμναστική στον δρόμο, οι σχέσεις με τα μεγάλα ονόματα του λογοτεχνικού και πολιτικού στερεώματος, οι δικές του ποιητικές απόπειρες, τα σημαντικά περιοδικά Kursbuch (1965) και TransAtlantik (1980), τα οποία και διεύθυνε – όλα και ακόμη περισσότερα περνούν από αυτό το βιβλίο.  Άλλοτε το αναθηματικό κερί στάζει με χάρη και διάθεση αποδοχής κι άλλοτε η ζεστή σταλιά του προκαλεί πληγή και πόνο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Εντσεσμπέργκερ δεν ενδιαφέρεται να εξωραΐσει, να θωπεύσει, να νοσταλγήσει, να μηρυκάσει τα γνωστά και φυσικά ούτε να ντυθεί με το παρελθόν του για να δώσει υπόσταση στο παρόν του. Όλα όσα γράφει απέχουν από αυτόν αρκετά – όσο μια ανάσα. Ικανή, όμως, να του δώσει τα… μέτρα που χρειάζεται για να τα κρίνει.

Γράφει στο τέλος σε ένα ενδεικτικό ποίημα για τη δεκαετία του ’70:  «Να τη θυμηθεί κανείς κάποτε με επιείκεια/θα ήταν υπερβολική απαίτηση». Σε μορφή συνέντευξης-σωκρατικού διαλόγου, ο Χανς βάζει απέναντι τον Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ και τον ρωτάει τα πάντα: με αυτόν τον παράδοξο τρόπο στήνεται το σκηνικό του βιβλίου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ένας εαυτός καταφέρεται εναντίον του άλλου. Οι επιθέσεις και οι ειρωνείες είναι ανελέητες, λες και ο δυισμός του γερμανού συγγραφέα ήταν το δίχτυ ασφαλείας για να διατηρήσει μέσα του αναλλοίωτη τη φλόγα του αρνητή και του αυθόρμητου λάτρη της αποδόμησης.

Το μοναδικό που έχει διατηρήσει ακέραιο μέχρι και σήμερα ο Εντσεσμπέργκερ είναι η ανάγκη του μη ανήκειν σε μια ιδέα με τη λογική του προσήλυτου. Διατηρεί για τον εαυτό του τη θέση του σκεπτικιστή που πρέπει να βλέπει έναν στόχο, ένα όραμα, αλλά και τις παθογένειες που γεννούν οι μεγάλες ιδέες. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Σπύρο Μοσκόβου