Η φυγή από τον Κήπο της Εδέμ

Το ξέρω, άμεση σχέση δεν έχει, όμως, με κάθε σελίδα που γυρνούσα από το ολιγοσέλιδο βιβλίο της Μαρίας Φακίνου, στο νου μου έρχονταν οι «Άγριες φράουλες» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

Ίσως διότι η αναψηλάφηση αυτού του κομματιού της ζωής που πιστεύουμε πως έχει περάσει και ουδέποτε θα επανέλθει, αποδεικνύει πως ποτέ δεν είναι ολότελα… παρελθόν, αλλά έχει πάντα μια γεύση παρόντος.

Ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα αφού προηγουμένως πέρασε όλα τα στάδια της μύησης στον κόσμο των μεγάλων, τώρα αναστοχάζεται εκείνα τα γεγονότα-εμβλήματα που την καθόριζαν. Ζούσε μια ζωή ανέφελη στον οικογενειακό Κήπο της Εδέμ, έναν περίκλειστο κόσμο τον οποίο κανένα παιδί δεν πιστεύει πως θα έρθει η στιγμή να εγκαταλείψει. Οι θωπείες, οι απορίες, το παρθένο βλέμμα, η αναγνώριση του εαυτού, η σχέση αγάπης-μίσους με τους γονείς, όλα τούτα, δύσκολα μπορούν να δημιουργήσουν το αίσθημα της απώλειας. Κι όμως, αυτή ακριβώς η προϊούσα άσκηση στην έλλειψη είναι που προκαλεί τη φυγή από τον Κήπο των Απολαύσεων.

Είναι η αναπόδραστη πορεία προς την ενηλικίωση.

Η «Ανατομία Κόρης» είναι μια εσωτερική χαρτογράφηση των ζωτικών οργάνων ενός ανθρώπου. Ήτοι: της μνήμης του επί των γεγονότων, των προσώπων, των καταστάσεων και των αισθήσεων που τον διαμόρφωσαν.

Το κορίτσι καταγράφει με μάτια που μοιάζουν με φωτογραφικούς φακούς. Κάθε καταγραφή, όμως, ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να είναι μια ακινητοποιημένη εικόνα που δεν επιδέχεται αλλαγή, στη δική της περίπτωση το μοντάζ και η σύνθεση έχουν τη ρευστότητα ονείρου και ενίοτε εφιάλτη.

Το σκίρτημα του έρωτα, οι σκανταλιές, τα παιχνίδια με τον αδελφό της, ο στοιχειακός οικογενειακός βίος, η σκληρή γνωριμία με τη φθορά και τον θάνατο, αλλά και οι κολακείες που η ζωή ξέρει να προσφέρει και να υπόσχεται στους νεοσσούς θεράποντές της.

Κάθε μικρό κεφάλαιο του βιβλίου έχει τη θέση πάλλουσας σεκάνς στο εν εξελίξει φιλμ του κοριτσιού. Ή, για να ακολουθήσουμε και τη δική της αίσθηση, όταν μπαίνει η τελεία στην κάθε σελίδα, τότε, τα μάτια της έχουν ολοκληρώσει τη φωτογράφηση της σκηνής. Πολλές φορές, δε, μένεις με την εντύπωση πως αυτό που διαβάζεις είναι το αρνητικό της φωτογραφίας. Οι πρωταγωνιστές της σκηνής έχουν αποδράσει, έχουν μετοικήσει κάπου αλλού.

Ακόμη και η παραμυθία που διατρέχει συχνά πυκνά το βιβλίο, στοιχείο συμβατό με τον τρόπο που ένα παιδί αναλύει τον κόσμο του, είναι τρομώδης και ανησυχητική. Το γεγονός, άλλωστε, ότι προσπαθεί μέσα από κόκκους γεγονότων, θραύσματα σκέψεων ή σπαράγματα λόγων να ανασυνθέσει αυτό που είναι, δείχνει εμπράκτως πως η ανατομία της προϋποθέτει μια κάποια βάσανο.

Η Φακίνου παίζει με τις ελλείψεις και τα σύμβολα. Η γραφή της, τη στιγμή που διαθέτει τη μέγιστη λιτότητα, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Στην ουσία εικονοποιεί την πορεία της από την παιδικότητα στην ενήλικη φάση της. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια τολμηρή πορεία, καθώς λείπουν οι ωραιοποιήσεις, οι προσποιήσεις και οι συνήθεις ακκισμοί που μπορεί να συναντήσει κανείς σε βιβλία ανάλογου θέματος. Εδώ το «δράμα» είναι υπαρκτό, σωματοποιημένο, εμφατικό. Τα πάντα κυκλώνονται από μια φασματική κυριολεξία. Γεγονότα που έχουν παρέλθει, επανέρχονται με τη μορφή μιας ποιητικής σφήνας ή μιας ονειροφαντασίας ή, ακόμη, και με την εκδοχή ενός ανεπούλωτου τραύματος. Το όλον, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει σχηματοποιήσει το κορίτσι που μας αφηγείται τη ζωή του. Ή, τέλος πάντων, μια εκδοχή της ζωής του.

Η Φακίνου δείχνει να πατάει γερά, να κινείται επιδέξια μεταξύ ποίησης και σκληρού ρεαλισμού δίχως να προδίδει κανένα από τα δύο «στοιχεία» της πρόζας της. Η πύκνωση της γραφής της είναι επιτυχημένη, λες και έχει μετρήσει λέξη λέξη τι πρέπει να μείνει και τι πρέπει να φύγει ως περιττό.

Το ευτυχές παράδοξο είναι ότι ενώ το βιβλίο είναι βραχύσωμο, στο τέλος, έχοντας κατανοήσει τη διαδικασία της ανατομίας, βρίσκεσαι μπροστά σε ένα πλήρες σώμα κόρης που μέσα του και πάνω του κουβαλάει όλες τις ηλικίες. Αυτές που πέρασε κι αυτές που την περιμένουν στο μέλλον.