«…Αποκεφαλισμένοι φθόγγοι
Τυμπανισμένοι ήχοι
Κραυγές αλυχτώντας
Σαν άλλοθι οι λέξεις
Γυρεύουν δικαίωση»

 («Σαν άλλοθι οι λέξεις»)

Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως φιλόλογος στην ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση. Η ποιητική του συλλογή «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (Μεταίχμιο, 2003), το μυθιστόρημα «Ο Οστεοφύλαξ» (Μεταίχμιο, 2007) και η νουβέλα «Ο Ανακριτής» (Γαβριηλίδης, 2012) τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.

Ο συγγραφέας στο νέο του βιβλίο «Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας» αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που βίωσαν δύο φορές την προσφυγιά και το διωγμό, ως θύματα της ιστορίας και όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις ερήμην των λαών. Η αφήγηση αρχικά τοποθετείται χρονικά το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ανατολικά της Αττάλειας, στην Αλάγια. Ξεκινά με την περιγραφή της ηρωίδας, της Μαρίας,  που η ζωή της ίδιας και των παιδιών της εξαρτάται από το χρόνο της άφιξης του καραβιού που θα τους μεταφέρει από την πατρίδα τους, σε αναζήτηση νέας πατρίδας καταλήγοντας τελικά στην Κύπρο, όπου τη χρονική αυτή περίοδο οι Ρωμιοί και οι Τούρκοι ζουν μονιασμένοι. Ο σύζυγός της, ο Ιορδάνης, «χάθηκε και την άφησε με μικρά παιδιά και με ένα μεγάλο χρέος απέναντι στο γένος» (σελ.19), «ήρθαν και τον πήραν οι τσέτες μια Κυριακή, που δεν έλεγε να ξημερώσει…» (σελ. 54). Η ζωή τους στη νέα γη κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι, καθώς προβάλλεται έντονο και κυρίαρχο το αίτημα για Ένωση: «Ο καημός της σκλαβιάς τινάχτηκε σαν λάβα καυτή και τα πυρωμένα μυαλά αλλοφρόνησαν» (σελ.48), «Οι Κύπριοι γύρευαν τη λευτεριά τους» (σελ.55).

Στη νέα αυτή πατρίδα, στα χρόνια που ακολούθησαν τον πρώτο ξεριζωμό, τα παιδιά της ηρωίδας, ο Παντελής, η Αγγελική και η Αναστασία, δημιούργησαν οικογένειες, προσπαθώντας να επουλώσουν τις πρόσφατες πληγές από τις μνήμες του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Όμως, και στη νέα γη δεν άλλαξε το ριζικό τους: στα 1974 η ίδια οικογένεια, από τα βόρεια της Λευκωσίας,  βιώνει για δεύτερη φορά την προσφυγιά. «Ένα καλογραμμένο σύνθημα με μπλε μπογιά και με βυζαντινούς χαρακτήρες, μού χάραξε τη μνήμη και από τότε με βασανίζει με τις ενοχικές του διακυμάνσεις. “Όχι άλλη Μικρά Ασία!”» (σελ.121).

Η αφήγηση των ιστοριών δεν είναι γραμμική, αλλά υπάρχουν αναδρομές στο παρελθόν της ζωής των ηρώων, και πάλι επιστροφή στο παρόν της αφήγησης και έτσι μέσα από τις τραγικές μνήμες της ηρωίδας μάς αποκαλύπτεται το χρονικό του ξεριζωμού: «…Όλα έμοιαζαν με παραμύθι. Το ’λεγε και το ξανάλεγε ψιθυριστά για να τ’ ακούσει και να πιστέψει πως υπήρχε, πως αυτή ήταν η Μαρία από την Αλάγια των Ρωμιών. Πίεζε το μυαλό της για να τα χωρέσει όλα τούτα που έμοιαζαν βράχια ασήκωτα…» (σελ. 53). Ιδιαίτερο στοιχείο της αφήγησης αποτελεί ο τρόπος απόδοσης των συναισθημάτων και των σκέψεων των ηρώων και κυρίως της κεντρικής ηρωίδας με τη χρήση έντεχνου και ποιητικού λόγου: «Ο ξεριζωμός άφησε μέσα της χαρακιές, που ο χρόνος δεν έλεγε να τις επουλώσει. Έρχονταν στιγμές, που άνοιγαν και ήταν σαν να στάζει αίμα και μια πίκρα στέγνωνε τα χείλια της» (σελ. 71). Με την παράθεση των στίχων από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος Σταθμός» αποτυπώνεται σε λίγες γραμμές με καίριο τρόπο η θεματική του βιβλίου που αφορά το ριζικό του πρόσφυγα: «Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου/τη σκέψη/του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια/δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς» (σελ.95).