«Δεν έχει αμφιβολία ότι βλέπει τους εξαντλητικούς εμετούς της νευρικής ανορεξίας που χτύπησε τη χώρα και χύθηκε σαν λάβα στις τουριστικές περιοχές. Η χώρα, αφού κατασπάραξε όλα τα προηγούμενα χρόνια με βουλιμία τα βόδια του Ήλιου*, όγκωσε και τα έκανε εμετό στις παραλίες. Δεν έχει κάτι άλλο πλέον στο στομάχι της για να το ξεράσει, βγάζει τη χολή της. Βέβαια, έτσι έγινε και στην Ισπανία, με τους δικούς της βουλιμικούς, αλλά εκείνοι το διαχειρίστηκαν καλύτερα» (σελ. 84-85)
Ο κύριος ήρωας του νέου βιβλίου του Βασίλη Γκουρογιάννη (1951, Γρανίτσα Ιωαννίνων) είναι ένας αντιστασιακός που επιστρέφει στην Ελλάδα έπειτα από 50 χρόνια για την «αναψηλάφηση» μιας «δίκης», μιας εποχής, μιας χρονικής περιόδου. Φοιτητής, είχε συλληφθεί από τη χούντα μαζί με άλλα νεαρά μέλη της αριστερής οργάνωσης Ελεύθεροι Αγωνιστές σε ένα σπίτι στο Περιστέρι και μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια, στο κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 όπου υποβλήθηκε σε βασανιστήρια. Μερικούς μήνες μετά, μπόρεσε να φύγει στο εξωτερικό. Κατέληξε στην Ισπανία, στη Βαρκελώνη, όπου έγινε διαπρεπής φιλόλογος, ομηριστής.
Δεν είναι η πρώτη επιστροφή του (ανώνυμου) άνδρα στην Ελλάδα μέσα σε αυτά τα 50 χρόνια. Ωστόσο, αυτή τη φορά μοιάζει έτοιμος να αναμετρηθεί με το παρελθόν και να κλείσει λογαριασμούς. Θα ξαναβρεθεί στο ίδιο εκείνο σπίτι όπου συνελήφθη μαζί με τους συντρόφους του, αγόρια και κορίτσια: ο συγγραφέας θα μακρύνει την περιγραφή της επιστροφής στο σημείο αυτό, όπου θα έχει και μια απρόσμενη (;) συνάντηση. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης θα «γνωρίσει» τον βασανιστή Θεόφιλο Ζήση, ο οποίος θα κάνει ένα εκτενές «μάθημα» στους φοιτητές πριν τους στείλει για φάλαγγα και στη συνέχεια (τα αγόρια) στους ημιονηγούς για να εκτίσουν τη στρατιωτική τους θητεία μετά τη διακοπή της αναβολής τους. Μετά τα βασανιστήρια και τη νοσηλεία του, ο φοιτητής της Φιλολογίας θα «πέσει στα μαλακά» σε σχέση με τους συντρόφους του. Θα γνωρίσει στη φυλακή του έναν άλλο, πραγματικό ήρωα, τον Αλέκο Παναγούλη, και χάρη στη βοήθειά του θα καταφέρει να διαφύγει. Στο παρόν, θα επισκεφθεί την αδελφή του και το σπίτι όπου έμεναν, στα Σεπόλια, για να ξεκλειδώσει το κασελάκι που περιείχε τα προσωπικά του αντικείμενα από τότε, θα ονειρευτεί και θα σχεδιάσει μια εκδίκηση. Η αφήγηση έχει διαρκή φλας μπακ μέχρι να συμπληρωθεί η εικόνα – παρελθοντική και παροντική.
Στην «Αναψηλάφηση» ο Γκουρογιάννης παρουσιάζει μέσα από τα μάτια του αυτοεξόριστου, μετανάστη, τραυματισμένου ήρωά του, μια κριτική της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι μόνο η συνηθισμένη κριτική των κακώς κειμένων, στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό τομέα: η εξαργύρωση της αντιστασιακής δράσης με την ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων, η οικονομική και κοινωνική αναρρίχηση, η κατάρρευση με την έλευση της χρεοκοπίας, η λατρεία του χρήματος, η έλλειψη ανώτερων από αυτό αξιών. Είναι και η έκπτωση της γλώσσας που τον απασχολεί, δείγμα κι αυτό μιας χώρας που νοσεί, δεν περνάει μόνο μια παροδική κρίση: ο περιορισμός του λεξιλογίου, οι λέξεις που η σημασία τους έχει διαστρεβλωθεί, οι καινούριες λέξεις που στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν τίποτα, δείχνουν το βάθος και την έκταση του προβλήματος. Όντας φιλόλογος, ο ήρωας καταφεύγει στον Όμηρο και στα έπη του για να βρει εξηγήσεις και διέξοδο.
Ίσως ξενίζει το γεγονός ότι ένας από τους ήρωες της «Αναψηλάφησης» είναι βασανιστής και ένας από τους λίγους με τους οποίους θα μπορούσε να συνδιαλεχθεί σήμερα ο πρώην αντιστασιακός: ίσως αυτό να είναι δείγμα των καιρών.
Όμως, ο ήρωας του Γκουρογιάννη δεν είναι μόνο ένας τραυματισμένος άνθρωπος∙ μπορεί να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει και να είναι συνεπής, αυτός τουλάχιστον, με ό,τι ήταν μέχρι τώρα και σε όλη τη ζωή του.