Ο Τσε μέσα απ’ το βλέμμα της γυναίκας που τον αγάπησε
”Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος
παρά να ζήσεις γονατιστός”
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Επαναστάτης, διανοούμενος, γοητευτικός, ασυμβίβαστος και μ’ έναν ηρωικό θάνατο που τον ανέβασε στη σφαίρα της αθανασίας και τον έκλεισε για πάντα στις καρδιές όλων όσων οραματίζονται έναν καλύτερο κόσμο – αυτός ήταν ο Τσε Γκεβάρα για τον οποίο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψε: ”θα χρειαζόμουν χίλια χρόνια και ένα εκατομμύριο σελίδες για να γράψω τη βιογραφία του”. Σαράντα χρόνια μετά την εκτέλεσή του το 1967 στα βουνά της Βολιβίας, η σύντροφος στον επαναστατικό αγώνα της Κούβας και δεύτερη σύζυγός του Aleida March, μιλάει για πρώτη φορά για τον δικό της Τσε, τον υπέροχο άντρα μαζί με τον οποίο αγωνίστηκε, έζησε, έκανε τέσσερα παιδιά και μοιράστηκε τα όνειρά του.
”Έλα, πάμε να ρίξουμε καμιά τουφεκιά μαζί”, ήταν τα λόγια του Τσε στην πρώτη τους συνάντηση, όταν η Aleida, ως νεαρή δασκάλα ήδη ενταγμένη στο κίνημα αντίστασης κατά της δικτατορίας του Μπατίστα, ανέβηκε στο βουνό για να παραδώσει χρήματα στον αντάρτικο στρατό. Αν και η ερωτική τους σχέση άργησε να ξεκινήσει, λόγω των δύσκολων συνθηκών του ανταρτοπόλεμου αλλά και επειδή εκείνος ήταν ακόμα παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο, ήταν συνέχεια μαζί: ”η ξανθιά, στρουμπουλή δασκαλίτσα”, όπως την αποκαλούσε ο Τσε, έγινε η έμπιστη γραμματέας και η αχώριστη σύντροφός του στον κοινό αγώνα ώσπου, με την απελευθέρωση της Κούβας, μπόρεσαν να ζήσουν μαζί ως ζευγάρι και τελικά παντρεύτηκαν το 1959. Παρά το γεγονός ότι έγινε μητέρα τεσσάρων παιδιών, ενώ παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο και είχε σημαντική πολιτική δράση στην Ομοσπονδία Γυναικών, η Aleida παρέμεινε η γραμματέας του, ακολουθώντας τον σε όλες του τις δραστηριότητες, μέχρι την αναχώρηση του Γκεβάρα το 1965 για την Αφρική αρχικά και τη Βολιβία στη συνέχεια.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την Aleida March της κοινής τους πορείας με τον Τσε γίνεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια που εκπλήσσει θετικά – μια και συχνά στις προσωπικές αφηγήσεις τα γεγονότα στρογγυλεύονται ή ωραιοποιούνται, ενώ τα βαθιά αισθήματα αγάπης και συντροφικότητας που τους έδεναν είναι απολύτως ορατά ακόμα και σήμερα μέσα απ’ το κείμενο και μιλούν κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα εύπεπτο ρομάντζο – πέρα από την εξιστόρηση της ερωτικής τους σχέσης, το βιβλίο είναι ξεκάθαρα πολιτικό, σχεδόν στρατευμένο στο όραμα για το οποίο ο Γκεβάρα έδωσε τη ζωή του: την παγκόσμια επανάσταση και τη διαμόρφωση μέσω του κομουνιστικού ιδεώδους ενός ”νέου ανθρώπου”, με αξίες του την αλληλεγγύη και το απόλυτο δόσιμο στο κοινό καλό.
Το κείμενο είναι ιδιαίτερα ευκολοδιάβαστο, με γλώσσα στρωτή και ρέουσα – βοηθάει πολύ και η καλή μετάφραση, διατηρώντας όλο το ρομαντισμό μιας εποχής που οι άνθρωποι πίστευαν ακόμα σ’ ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζονταν γι’ αυτό. Η προσωπικότητα του Τσε κυριαρχεί φυσικά στην αφήγηση, η οποία επικεντρώνεται όχι τόσο στο ”θρύλο” του όσο στην ανθρώπινη πλευρά του: άγνωστα περιστατικά της ζωής του, προσωπικές στιγμές σημαντικές αλλά και αστείες κάποτε, η εμμονή του με το διάβασμα, οι μικρές χαρές της καθημερινότητάς του, τα προβλήματα υγείας με τα οποία πάλευε σε όλη του τη ζωή, αλλά κυρίως η σχεδόν αγωνιώδης προσπάθειά του να ξεπερνά συνεχώς τον εαυτό του, εμπνέοντας με το προσωπικό του παράδειγμα όλους όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Ενδιαφέρον είναι και το φωτογραφικό υλικό της έκδοσης, ενώ το πιο συγκινητικό κομμάτι του βιβλίου είναι οι τρυφερές επιστολές του Τσε στην Aleida και τα παιδιά τους, αλλά και τα γεμάτα συναίσθημα λυρικά ποιήματα που της αφιέρωνε, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται ένα γνήσιο ποιητικό ταλέντο, θρεμμένο με την έμφυτη μουσικότητα και τη φλόγα της λατινοαμερικάνικης ψυχοσύνθεσης. Ίσως αν είχε ζήσει παραπάνω από τα 39 του χρόνια, να ήταν σήμερα ένας σημαντικός ποιητής της Λατινικής Αμερικής – γι’ αυτό ας κρατήσουμε, εν είδη επιλόγου, τους στίχους του τελευταίου, αποχαιρετιστήριου ποιήματος που έστειλε στη σύντροφό του, λίγο πριν το τέλος:
”Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού
κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου,
ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση”.