Η Κολομβιανή καλλιτέχνης, ζωγράφος, συντάκτρια, σκιτσογράφος και συγγραφέας Emma Reyes γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας το 1919 και πέθανε στο Μπορντό της Γαλλίας το 2003. Η συγγραφέας μεγάλωσε δυστυχισμένη σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και κάθε είδους εξευτελισμού, σε ένα ανοίκειο και απάνθρωπο περιβάλλον σωματικής, ψυχολογικής ακόμη και σεξουαλικής κακοποίησης. Στα έξι της χρόνια την εγκατέλειψε η μητέρα της στην κολομβιανή ύπαιθρο μαζί με τη λίγο μεγαλύτερη αδερφή της. Διέμεινε μέχρι τα δεκαεννιά της σε ένα καθολικό μοναστήρι για ορφανά και φτωχά κορίτσια όπου επικρατούσε σκληρή θρησκευτική πειθαρχία και όπου η βία, η κακομεταχείριση και η απομόνωση από τον κόσμο συνεχίστηκε στον ίδιο βαθμό με την προηγούμενη ζωή της, χωρίς έλεος και ίχνος μόρφωσης και εκπαίδευσης.

Μετά την απόδρασή της, και γνωρίζοντας μόνο κέντημα, ταξίδεψε στη Νότια Αμερική για να γνωρίσει τον κόσμο που της στέρησαν για είκοσι χρόνια, πεζή, κάνοντας ωτοστόπ, με τρένα, λεωφορεία και αυτοκίνητα, πουλώντας μουρουνέλαιο και εργαζόμενη ως ταξιδιωτικός πράκτορας στο Μπουένος Άιρες. Παντρεύτηκε στην Ουρουγουάη, έζησε στη ζούγκλα της Παραγουάης, ενώ μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ Βολιβίας και Παραγουάης όπου οι αντάρτες σκότωσαν τον νεογέννητο γιο της. Επιστρέφει στην Αργεντινή το 1943 όπου αρχίζει να ζωγραφίζει και κερδίζει μία υποτροφία σπουδών Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ενώ την εγκαταλείπει ο σύζυγός της. Στο πλοίο γνωρίζει έναν Γάλλο γιατρό τον οποίο ερωτεύεται και παντρεύεται.

Στην καινούρια της ζωή στο Παρίσι ταξιδεύει στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ισπανία, στο Ισραήλ και στην Ιταλία. Δημιούργησε φιλίες με τους περισσότερους διακεκριμένους ζωγράφους, καλλιτέχνες και διανοούμενους του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, και έγινε η προστάτιδα όλων των Κολομβιανών εικαστικών καλλιτεχνών που έφταναν στη Γηραιά Ήπειρο. Η γαλλική κυβέρνηση την τίμησε με τα διάσημα του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών.

Η συγγραφέας αφηγείται σε 23 επιστολές που συνέταξε από το 1969 έως το 1997 την τραγική παιδική της ηλικία από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το 1930 με παραλήπτη τον καλό της φίλο, ιστορικό, συγγραφέα και δημοσιογράφο German Arciniegas.Οι πρώτες αναμνήσεις είναι σε έναν σκουπιδότοπο στην Μπογκοτά. Μένει σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, μέσα στη βρομιά, χωρίς τουαλέτα, με τη μεγαλύτερη αδερφή της Ελένα και ένα αγόρι, τον Εδουάρδο τον Ψείρα. Η νέα, ψηλή και αδύνατη κυρία Μαρία (προφανώς η μητέρα των κοριτσιών) τις κλειδώνει στο δωμάτιο νηστικές και τις κακοποιεί σωματικά και ψυχολογικά, απαγορεύοντάς τους την επαφή με τον έξω κόσμο.

Αφού διώχνει το αγόρι, φεύγουν από την Μπογκοτά, (η Έμμα αντίκριζε για πρώτη φορά κτίρια, δρόμους, ανθρώπους και ζώα) και καταλήγουν στο Γουατέκε όπου μένει ο Ρομπέρτο, στενός φίλος του πατέρα του Εδουάρδου. Η Δεσποινίς Μαρία, όπως αρέσκεται να την αποκαλούν πια, γεννάει ένα αγόρι που θα το ονομάσει Χοσέ σιν Σαλ, αλλά τα κορίτσια το αποκαλούν απλά Βρέφος. Η φροντίδα του νεογνού επαφίεται αποκλειστικά στη μικρή Έμμα (την άσχημη και αλλήθωρη), αλλά όταν η Μαρία αποφασίζει να φύγουν ξανά, το Βρέφος εγκαταλείπεται στο κατώφλι ενός σπιτιού, γεγονός που ήταν η σκληρότερη μέρα στη ζωή της συγγραφέως. Φθάνουν σε ένα άθλιο πανδοχείο στην Μπογκοτά και έπειτα από μία παραλίγο ανθρωποκτονία που διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια των αδελφών, αναχωρούν προς το ορεινό Φουσαγασουγά. Τα κορίτσια αναλαμβάνουν όλες τις δουλειές στο νέο τους σπίτι, αλλά η κυρία Μαρία τελικά παρατάει τα παιδιά οριστικά πλέον μετά τη γνωριμία της με έναν άντρα. Οι αδελφές καταλήγουν σε ένα άσυλο για ορφανά κορίτσια, σε ένα καθολικό μοναστήρι, σε πλήρη απομόνωση, σε καθεστώς σωματικής βίας και ψυχολογικού εκφοβισμού, εργαζόμενες 18 ώρες την ημέρα για να σώσουν τις αμαρτωλές ψυχές τους. Οι επιστολές ολοκληρώνονται με τη δραπέτευση της Έμμας από το μοναστήρι έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια εγκλεισμού.

Για το τι ακριβώς πρόκειται να ακολουθήσει σε αυτές τις 23 επιστολές μας προετοιμάζει με τον καταλληλότερο τρόπο στον πρόλογό της η δημοσιογράφος Leila Guerriero, προσδιορίζοντας την Emma Reyes ως καθαρόαιμη αλλά και σκοτεινή λέαινα. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει, οι επιστολές είναι η ιστορία μιας κακοδαιμονίας, όχι όμως με τη μορφή ενός αφηγηματικού μοιρολογιού αλλά ένα πόνημα με ακονισμένο χιούμορ και μεταμορφωμένο στην «τραγική αγαλλίαση της πρόζας», στο οποίο ταιριάζει απόλυτα η φράση από τη γνωστή κορεάτικη ταινία “Old Boy”, «γέλα κι όλος ο κόσμος θα γελάσει μαζί σου, κλάψε και θα κλάψεις μονάχος σου» (σελ.13).

Στο παράρτημα, ο ίδιος ο παραλήπτης των επιστολών German Arciniegas, το 1993, μας παρουσιάζει τη συγγραφέα ως μία ανυπότακτη, περίεργη, συνεχώς σε εγρήγορση και καλά πληροφορημένη γυναίκα τονίζοντας ότι το ημερολόγιό της θα μπορούσε να ξεπεράσει σε φήμη και αναγνωσιμότητα ακόμη κι εκείνο της Γαλλο-περουβιανής συγγραφέως και ακτιβίστριας του 19ου αιώνα Flora Tristan (γιαγιάς του Paul Gauguin). Στη συνέχεια του παραρτήματος, ο αρχισυντάκτης του κολομβιανού περιοδικού “Soho, Diego Garzon, αναρωτιέται το 2013 με την επιτόπια δημοσιογραφική του έρευνα στα μέρη που μεγάλωσε και έζησε η συγγραφέας, τι συνέβη στα υπόλοιπα πρόσωπα του ημερολογίου, στην αδερφή της, στη κυρία Μαρία, στον πρώτο της σύζυγο, αλλά επιχειρεί να αναλύσει και τα γεγονότα που αφηγείται η τραγική ηρωίδα.

Η εμπνευσμένη και ρεαλιστική περιγραφή του ημερολογίου της Emma θα πολλαπλασιάσει τους αναγνώστες και θα αγγίξει τα συναισθήματά τους. Επιπλέον, θα γίνουν μάρτυρες στην πορεία προς το φως ενός ανθρώπου, ενός παιδιού που γνώρισε μόνο άθλιες συνθήκες και εντούτοις ξεχώρισε στη ζωή του. Η φρεσκάδα, η σκληρότητα, η ευαισθησία στη γραφή και η κλασικότητα του έργου όπως συνάμα και η ποιητική διάθεση μεταφέρονται επιτυχώς στη γλώσσα μας μέσω του μεταφραστικού έργου της Μαρίας Παλαιολόγου, ενώ παράλληλα η ανθρωπιά που εκπέμπει το κείμενο βάλλει έμμεσα τόσο κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου όσο και των αδίστακτων τακτικών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Η επιτυχία βρίσκεται  «… σε αυτό που επισήμανε ο Κολομβιανός εκδότης και δημοσιογράφος Καμίλο Χιμένες παρουσιάζοντας το βιβλίο στο μπλογκ του, elojoenlapaja: “Η μεγαλύτερη αρετή του εντοπίζεται στην ακρίβεια και το εύρος των λεπτομερειών, αλλά κυρίως στο βλέμμα: η συγγραφέας γράφει όταν είναι πια ενήλικη, όμως εκείνη που μιλάει μέσ’ απ’ αυτές τις αράδες είναι το κοριτσάκι που υπήρξε. Ποτέ δεν γράφει σαν μεγάλη, ποτέ δεν συμπληρώνει τα συναισθήματα που περιγράφει με όσα γνωρίζει όταν γράφει, βλέπει πάντα με τα μάτια της στιγμής που συνέβησαν τα πράγματα”». (σελ. 15).