Το σώμα ως είδωλο φωτογραφικού φακού
Μιλάμε για τον σκηνοθέτη που έχει δώσει ταινίες σαν τους «Διχασμένους», το «Γυμνό Γεύμα», το «Cosmopolis», το «Crash», τη «Νεκρή Ζώνη» και άλλες θαυμαστές κινηματογραφικές πραγματείες γύρω από την τεχνοφυσική/μηχανική του τρόμου, καίτοι κανένα φιλμ του δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα ή άλλο είδος. Όπως συνηθίζει να λέει και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, οι ταινίες θα πρέπει να βλέπονται από την οπτική γωνία της ασθένειας. Πώς θα μπορούσε, άραγε, να είναι κάτι διαφορετικό το συγγραφικό ντεμπούτο του; Οι «Αναλωμένοι» διατηρούν για τον… εαυτό τους και επιφυλάσσουν στον αναγνώστη μια επαρκέστατη δόση πρόκλησης, ατιθάσευτου ερωτισμού (στα όρια της ψυχοπάθειας), παραζαλισμένης πίστης στις εξελίξεις της τεχνολογίας και λανθάνουσας οικειότητας με το ανθρώπινο σώμα (όχι εν συνόλω, αλλά στην κατάτμησή του). Η συγγραφική «συνέργεια» του Κρόνενμπεργκ με τον Μπάροουζ, τον Ναμπόκοφ, τον Μπάλαρντ και τον Ντικ έχει τον χαρακτήρα βιβλιοφιλικής λαμπρότητας. Ο Καναδός σκηνοθέτης κλείνει ευλαβικά το γόνυ στους συγγραφείς που πρώτοι και με ιερατική αγχίνοια μελέτησαν τη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία ή τη σχέση του ανθρώπου με τα σπαράγματα του σώματός του. Στους «Αναλωμένους» δύο δημοσιογράφοι νέας «κοπής», ο Νέιθαν και η Ναόμι, γίνονται ταξιδιώτες του κόσμου για να βρουν ιστορίες που θα πουλήσουν στη συνέχεια στο θαυμαστό περιοδικό “New Yorker” και σε άλλα ανάλογης σπουδαιότητας έντυπα. Δουλεύουν με το «κομμάτι», μόνοι τους φωτογραφίζουν τα θέματά τους, μόνοι τους τραβούν φιλμ, παίρνουν συνεντεύξεις, εμπλέκονται προσωπικά στις ιστορίες και στη συνέχεια τις καταγράφουν. Η εμμονή τους με την τεχνολογία είναι σχεδόν αποφθεγματική. Όλα καταλήγουν σε μια καινούργια φωτογραφική μηχανή, στο τελευταίο μοντέλο κινητού, σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή απόλυτης πιστότητας, σε φίλτρα υψηλής ευκρίνειας, σε μηχανές καταγραφής φωνών, προσώπων και αισθήσεων. Ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε αυτούς και στον κόσμο είναι μια κάμερα. Το μάτι είναι το κλείστρο που εγκλωβίζει την εικόνα και το είδωλο σε μια στατική παγωνιά. Οι δύο τους βρίσκονται και συνευρίσκονται ερωτικά σε αεροπορικούς σταθμούς transit, εν μέσω πτήσεων και προγραμματισμένων ραντεβού όπου γης. Για τον Νέιθαν και τη Ναόμι, ο κόσμος είναι ένα μικρό και μοναχικό μέρος.
Στο κέντρο της πλοκής, όμως, βρίσκεται κι ένα άλλο «οξύμωρο» ζεύγος. Οι καθηγητές Φιλοσοφίας, Σελεστίν και Αριστίντ Αροστεγκί. Αμφότεροι είναι μαρξιστές, κουβαλούν μια εσάνς από Σαρτρ και Μποβουάρ, μόνο που η δική τους προβληματική δεν περιορίζεται στην πολιτική και στον υπαρξισμό, αλλά αναπτύσσει «δράσεις» στον χώρο της ερωτικής αναζήτησης, της «κατάποσης» του ανθρώπου από τον άνθρωπο με τη μορφή μιας ασθένειας που ομοιάζει με τη φρενίτιδα του καταναλωτισμού. Η Σελεστίν βρίσκεται νεκρή και διαμελισμένη στο σπίτι της στο Παρίσι, ο ελληνικής καταγωγής Αριστίντ θεωρείται ένοχος, τρέπεται σε φυγή και καταλήγει να κρύβεται στην Ιαπωνία αφήνοντας πίσω του πλήθος ερωτηματικά να τον ακολουθούν με τη μορφή θρύλου. Ο Νέιθαν βρίσκεται στη Βουδαπέστη για να φωτογραφίσει έναν εκκεντρικό και άκρως αμφιλεγόμενο γιατρό που θρυλείται ότι είναι σε θέση να «πυροβολήσει» τον καρκίνο με μικροσωματίδια και να τον εξαφανίσει. Στο ενδιάμεσο κολλάει ένα περίεργο αφροδίσιο νόσημα και περιφέρει εαυτόν ως φορέα. Η Ναόμι έλκεται από την ιστορία των Αροστεγκί και αναλαμβάνει το «θέμα» με την πίστη του προσήλυτου. Θα φτάσει στο σημείο να έρθει πολύ κοντά με τον Αριστίντ σε μια σχέση που καταλήγει να είναι ένα δίπολο «εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου», όπου ο κίνδυνος της ανάλωσης έχει μια σπασμωδική στυγνότητα. Σαν να είναι μια φυσική εκδοχή της ερωτικής συνεύρεσης. Ο Κρόνενμπεργκ, όπως ακριβώς και στον κινηματογράφο, επιδιώκει την απροσωποποίηση των ηρώων. Η αντικειμενική ματιά του, η απουσία συναισθηματικής εμπλοκής, η αβάντ γκαρντ αισθητική και ο αισθησιακός κονκρετισμός του (κάθε αντικείμενο έχει ένα σώμα), διαμορφώνουν στο μυθιστόρημα ένα πλέγμα σχέσεων που ξεπερνούν την ανθρώπινη ζώνη πάθους. Η ειρωνική ματιά, αλλά και η διάθεση να μιλήσει για τον καταναλωτικό αναβρασμό της σήμερον γύρω από το σεξ, την τεχνολογία και την ασθένεια, δίνουν στον Κρόνενμπεργκ το έναυσμα να αναφερθεί στην παρακμιακή και συνάμα ρομαντική φθορά που υφίσταται το ανθρώπινο σώμα, στην αντικειμενική του διάσταση, έως το σημείο της πλήρους ανάλωσης.
Φυσικά, από την πλοκή δεν λείπει το Φεστιβάλ των Καννών, η γεωπολιτική, η Βόρεια Κορέα και οι σχέσεις της με τη Δύση, ο καρκίνος όχι μόνο ως ασθένεια αλλά και ως βιοτεχνολογικό στρατήγημα, η ποικιλομορφία του σεξ, η οπτική απέχθεια δίχως την επενέργεια της τεχνολογίας και το ασύμμετρο σοκ που υφίσταται καθημερινά η σουρεαλιστική πραγματικότητα του μετα-νεωτερικού κόσμου. Ναι, είναι ένα ασεβές, προκλητικό, ιντριγκαδόρικο και άκρως πληθωρικό μυθιστόρημα. Το συγγραφικό ντεμπούτο του Κρόνενμπεργκ δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.
Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Μπέτσο.