Γράφοντας για τους άλλους γράφουμε για τον εαυτό μας. Κοινοποιώντας τα αποτελέσματα της παρατήρησής μας, προδίδουμε την εστίαση της ματιάς μας. Και τη στόχευση. Κρίνοντας τα κείμενα των άλλων, στην ουσία γινόμαστε κριτές των δικών μας κειμένων, ασκώντας μια δεξιότητα που προσιδιάζει στην Κβαντική των παράλληλων συμπάντων ή στο παραισθητικό παιχνίδι του λούνα παρκ με τους παράλληλους καθρέφτες. Τι εννοώ; Όταν εγώ (το όποιο «εγώ») γράφω για έναν άλλον (σύγχρονό μου) που γράφει, κρίνοντας κι αξιολογώντας έναν πεθαμένο, κοιτάζω αυτόν που κοιτάει αυτό που κοιτάει και κρίνω ταυτοχρόνως και τον άλλον που κρίνει και αυτό που κρίνει, ενώ κρίνομαι ταυτοχρόνως εγώ από τον αναγνώστη του δοκιμίου μου, για τον απλούστατο λόγο: από την απειρία των τυπωμένων (ή ηλεκτρονικών) σελίδων, διάλεξα τις συγκεκριμένες για να εστιάσω τα βέλη, τη χολή ή την επιδοκιμασία μου. Κι «αν είμαστε ό,τι τρώμε», είμαστε κυρίως αυτό που κρίνουμε, όχι τόσο όταν το θαυμάζουμε όσο όταν το κατα-κρίνουμε. Και γιατί αυτό; Επειδή τα μίση είναι δυνατότερα από τα πάθη μας και διαρκέστερα από τους έρωτές μας.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης είναι ένας ιδιαίτερα ευγενής, πολιτισμένος άνθρωπος και εμβριθής ερευνητής των λογοτεχνικών μας πραγμάτων, επαρκής «ανα-γνώστης», συνδημιουργός λογοτέχνης, εξαίρετος δοκιμιογράφος (διδάσκει διά της λακωνικότητος, της πολιτικής ορθότητος, της ποιητικής ενάργειας και της ακαδημαϊκής σοβαρότητος του λόγου του), σε τόσο υπερ-υπερθετικό βαθμό που κάθε γράφων θα τον ήθελε για κριτή του έργου του. Κι όχι μόνον περιστασιακού, αλλά με τις απαιτήσεις της μονογραφίας, η οποία –όπως γράφει ο ίδιος– δεν είναι το αγαπημένο είδος των ακαδημαϊκών (καθηγητών και μη), αφού –για ευνόητους λόγους– προτιμούν να τυπώνουν συλλογές μελετημάτων, όπως αυτή που κρατώ στα χέρια μου και για την οποία γράφω σήμερα [ο κριτικός που κρίνει τον κριτικό που κρίνει τον κριτικό ενός πρωτότυπου έργου διαμεσολαβημένου και απομακρυσμένου τόσο μέσα στον χρόνο όσο κι από το αναγνωστικό κοινό το ίδιο, ενδεχομένως, όπως είναι δυστυχώς πλέον ο Παλαμάς, ο Καββαδίας ο Ελύτης ή ο Παπαδιαμάντης (στο πρωτότυπο)].
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης δεν είναι «κριτικός» με την επικριτική παραδοσιακή έννοια της λέξεως. Διδάσκει διά της ομοιοπαθητικής ενσυναισθήσεως, διά της εμπεριστατωμένης αναλύσεως, την οποίαν συνθέτει εν τέλει χαριτωμένα σε ένα γλωσσικό επίτευγμα άπταιστον κι ευκρινές. Θα πρέπει να εξάρω την ευγένεια σκέψεως και λόγου, τη νεοκλασικίζουσα κι ενίοτε νεορομαντικήν αλλά ποτέ συμβολιστική ή σουρεαλιστική αισθητική του λόγου του, τη μοντερνιστική αφαιρετικότητα και κυκλική σχάση του λόγου, καθώς και του ειρμού του, την αριστοκρατική, ελιτίστικη, σχεδόν εστέτ απόστασή του από τα πράγματα, παρ’ όλον που είναι ενεργός και σε πολλές επάλξεις ορατός ταυτοχρόνως. Με γεμίζει νοσταλγικήν πλησμονήν από έναν κόσμον άλλον, δύο αιώνες πριν, όταν η απουσία της τεχνολογίας ευνοούσε τα «φιλολογικά τέια» και οι βραδείς ρυθμοί επέτρεπαν τη συγγραφή και έκδοση πληθωρικών, ογκωδών, δυσβάστακτων πονημάτων, τότε που τα δερμάτινα καλύμματα των βιβλίων ράγιζαν και τα χέρια κοκκίνιζαν από το βάρος τόσης γνώσης, οι ώμοι έπεφταν κι η ράχη καμπούριαζε στις δερμάτινες πολυθρόνες που μύριζαν Χρόνο και σκόνη κατακαθισμένη, ζυμωμένη με καπνό τσιγάρων και αλκοόλη που δεν μεθούσε αλλά σε ωθούσε στη νοσηρή συνήθεια της ανάγνωσης και της γραφής, της μελέτης εν τέλει, εκείνην που αποφεύγουν όλα τα έξυπνα ζωντανά, εκτός από τους μαύρους γάτους με τα χρυσά μάτια…
Αυτό που επεχείρησα να πράξω σήμερα και το δοκίμασα διά πολλοστήν φοράν ήτο να αναπλάσω κριτικώς αλλά με την ποιητική ελευθερία που με διακρίνει την νοητικήν, ψυχοσωματικήν και πνευματικήν διέγερσιν ήτινα μοι επροκάλεσεν η ανάγνωσις αυτού του τόμου, όστις αν και δεν είναι ογκώδης, έχει κάτι το μνημειακόν και μεγαλειώδες. Αναζητείστε τον. Λειτουργεί μάλλον συνεκδοχικώς για το τι θα ήτο μία πλήρης συλλογή των δημοσιευμένων κριτικών σημειωμάτων και δοκιμίων του, υπερβαίνουσα τας χιλίας σελίδας. Τυπωμένας, πάντα. Κι ουχί ηλεκτρονικάς.
Κάποια στιγμή θα επανεκτιμήσουμε τη μυρωδιά του τυπωμένου χάρτου και τας ακοιμήτους συνειδήσεις, τις ευφρόσυνες.