Ο Δημήτρης Μπουραντάς μάς πρωτοσυστήθηκε λογοτεχνικά με το βιβλίο του «Όλα σου τα ‘μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» με το οποίο απέσπασε στην πρώτη κιόλας λογοτεχνική του απόπειρα το βραβείο αναγνωστών  ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ το 2008, αποτελώντας την απόδειξη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες αναγνώστες διψούν για ένα κείμενο πρωτότυπο, μεστό, με βαθιά γνώση της ζωής και ταυτόχρονα για μηνύματα που του εμπνέουν αισιοδοξία και αποτελούν οδοδείκτες για να βγουν απ’ το τέλμα των χαλεπών καιρών.

Έχοντας εντρυφήσει ως καθηγητής πανεπιστημίου στην επιστήμη του management στην οποία εμπεριέχεται ο ρόλος της χαρισματικής διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και εν γένει της ανθρώπινης ψυχολογίας, τόσο στο πρώτο όσο και στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο συγγραφέας αγωνιά να προσφέρει όχι απλώς ήρωες, αλλά μοντέλα ανθρώπινων χαρακτήρων τα οποία λειτουργώντας ως πρότυπα/παραδείγματα αναδεικνύουν τις συμπεριφορές, τις δράσεις, τις αξίες ή τις απαξίες, τους χειρισμούς, τα λάθη ή τις ενδεδειγμένες εκείνες ενέργειες που μπορούν να συμβάλουν αντίστοιχα στην επιτυχία, στην αυτοπραγμάτωση, στην επίτευξη των στόχων και εν γένει στην ευτυχία και την ανθρώπινη ολοκλήρωση, μέσα από ένα πλέγμα αξιών που αποδεσμεύεται καταλυτικά από την έννοια του πλούτου και της ύλης.

Με έναν εμπνευσμένο πρόλογο που αποτελεί το πορτρέτο του σύγχρονου καταρρακωμένου και αλλοτριωμένου ανθρώπου, ο Δημήτρης Μπουραντάς αιτιολογεί τη σύγχρονη παρακμή λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους και θίγοντας τα ελληνικά διαχρονικά λάθη, τις «πληγές της ρωμέικης ράτσας» που οδήγησαν τη χώρα και τον Έλληνα ως πολίτη, οικογενειάρχη, εργαζόμενο σε αυτό το βάραθρο.

Συγκλονιστικό το σημείωμα που έγραψε ο ήρωάς του Νίκος Αλεξίου στη σελίδα 19 όπου μεταξύ άλλων αναφέρει:

… Χωρίς ταυτότητα πώς να με αναγνωρίσουν

Στα σπασμένα γυαλιά τους παραμορφωμένη η εικόνα μου

Πού να βρω κουράγιο  να τη σβήσω

Καλύτερα μόνος

Να ψάχνω τα ίχνη της αξιοπρέπειας

…………………………………………..

Ίσως αυτά να με συντροφεύσουν στην έξοδο κινδύνου

Στη μέση του δρόμου, μόνο μ’ αυτά μπορώ να σταθώ

Να κοιτάξω μακριά

Ν’ αλλάξω πορεία

Πέρα από τα λοιπά εκφραστικά μέσα του βιβλίου που τα διακρίνει η αμεσότητα, η στιβαρότητα και η καθαρότητα μιας γλώσσας δίχως τεχνάσματα ωραιοποίησης, εξαιρετικοί είναι οι διάλογοι, που μοιάζουν με διαλόγους σωκρατικούς μέσα από τους οποίους κάθε φορά εκμαιεύεται αβίαστα ένα καίριο μήνυμα. Ένα μήνυμα που, όπως ακριβώς και στις επιστημονικές διαλέξεις του Δημήτρη Μπουραντά που δεν περιβάλλονται από τον μανδύα του δογματισμού, έτσι και στην περίπτωση της λογοτεχνίας που γράφει, αγγίζει σκέψεις και συναισθήματα και ενεργοποιεί το κλίμα της δεκτικότητας.

Μετρ της διαχείρισης της ανθρώπινης νόησης, κατορθώνει να «χειραγωγεί» σκέψεις και συναισθήματα με τρόπο απλό, εύληπτο, ευθύ και έντιμο, στήνοντας μάλιστα γοητευτικά σκηνικά μες στα οποία λαμβάνει χώρα η δράση του βιβλίου, μια δράση που εκτυλίσσεται μέσα από τους άρτια οργανωμένους διαλόγους, με μια υποβόσκουσα, ανεπαίσθητη στρατηγική από μέρους του συγγραφέα για να μας πει τη λέξη που πρέπει να μάθουμε…

Εξάλλου, με οδηγούς και μόνο τους έξοχους τίτλους των κεφαλαίων, ο αναγνώστης οδηγείται από το σκοτάδι στην κάθαρση, ευχάριστα και μεθοδικά, αρκεί να επιτρέψει στον Δημήτρη Μπουραντά να του φανερώσει ΤΗ λέξη… Τη μαγική λέξη της ψυχικής αναγέννησης, της ανάκαμψης και της λύτρωσης.

Ας αφεθούμε λοιπόν στη σαγήνη μιας σκέψης επιστημονικής που αντιμετωπίζει με συμπόνια τον σύγχρονο άνθρωπο και του χαρίζεται ντυμένη με ρούχο λογοτεχνικό για να τον βοηθήσει να ανακαλύψει τη δύναμη και την αξία του εαυτού του…