Η σκουριά που όλους μας καλύπτει

Άνθρωποι χαμένοι μέσα στον εαυτό τους. Μια πόλη που βυθίζεται στην ήρεμη, καθημερινή, απροσπέλαστη απόγνωση. Τοπία και άνθρωποι και σκουριά που απλώνεται εκθετικά και το αμερικανικό όνειρο που φθίνει και μετεξελίσσεται σε κατάρα και σκλαβιά. Όνειρα που γλιστρούν από τα ακροδάχτυλα και τίποτα δεν μπορεί να τα ανακόψει από την κάθετη πορεία τους.

Το ντεμπούτο του Φίλιπ Μάγερ στην αμερικανική λογοτεχνία έρχεται με ένα μυθιστόρημα-γροθιά που θα κάνει πολλούς θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού (sic) να ανασηκωθούν με ανησυχία από τις βολικές καρέκλες τους. Δεν είναι πολιτικό μυθιστόρημα, δεν διακηρύττει ιδέες σοσιαλιστικού περιεχομένου: είναι ένα βαθύτατα ανθρώπινο μυθιστόρημα, άρα… πολιτικό εν τη γενέσει του.

Είναι η ιστορία δύο φίλων, του Άιζακ Ίνγκλις και του Μπίλι Πόε. Δύο νέα παιδιά που έχουν ρίξει άγκυρα σε μια μικρή βιομηχανική πόλη της Πενσυλβάνια που χρόνο με τον χρόνο μένει πίσω από την ανάπτυξη και μετατρέπεται σε σκιά του εαυτού της. Οι φιλοδοξίες τους είναι χωμένες στον πάτο της ζωής τους, η ίδια η ζωή τους έχει αποκτήσει εκείνη την οξεία υφή της παραίτησης. Ο Μπίλι θα μπορούσε να γίνει γνωστός αθλητής του φούτμπολ, αλλά έμεινε με τη χωρισμένη μητέρα του σε ένα τροχόσπιτο. Ο Άιζακ θα μπορούσε να σπουδάσει σε όποιο πανεπιστήμιο ήθελε, αλλά τελικά κατέληξε να γιατροπορεύει τον κατάκοιτο πατέρα του. Η αδερφή του τα κατάφερε καλύτερα: σπούδασε και στη συνέχεια καλοπαντρεύτηκε. Η μάνα του δεν άντεξε:, αυτοκτόνησε, γιατί δεν… πήγαινε άλλο.

Η φυγή είναι η μόνη οδός διαφυγής. Ο Άιζακ το αποφασίζει –ως άλλος Σαλ Παραντάιζ– να περιπλανηθεί στην ενδοχώρα των ΗΠΑ. Όχι για την αγάπη της περιπλάνησης, αλλά ως απώτατη ανάγκη εξόδου από το τέναγος στο οποίο έχει πέσει. Ο Μπίλι αρνείται να τον ακολουθήσει, αλλά τελικά τίποτα από ό,τι είχε σχεδιαστεί δεν θα πάρει σάρκα και οστά. Τα γυρίσματα της ζωής τους λειτουργούν πάντα εις βάρος τους. Τίποτα δεν μπορεί να περισωθεί, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα μιας κάποιας καλύτερης προοπτικής – εντέλει, η ελευθερία απαιτεί ακριβό αντίτιμο.

Το τελευταίο βράδυ πριν από την… απόδραση του Άιζακ μπλέκονται σε έναν καυγά με ένα τσούρμο αλήτες που την έπεσαν στον Μπίλι και προσπάθησαν να τον βιάσουν. Η κατάληξη είναι ο θάνατος του ενός εξ αυτών από το χέρι του Άιζακ. Αυτό είναι το πρώτο αίμα που καταβυθίζει τα δύο παιδιά στην προσωπική τους κόλαση. Ο Άιζακ φεύγει σαν κυνηγημένος, ενώ ο Μπίλι συλλαμβάνεται (όχι για πρώτη φορά).

Το μυθιστόρημα είναι αυτή η περιπλάνηση και των δύο στα άγονα τοπία του εαυτού τους. Περισσότερο από τα σκληρά γεγονότα της φυλακής στα οποία αναπόδραστα θα εμπλακεί ο Μπίλι και τις περιπέτειες του Άιζακ στην ενδοχώρα, το εσωτερικό ταξίδι των παιδιών είναι το πλέον δύσβατο και σκληρό που έχουν να αντιμετωπίσουν.

Στον ιστό της αράχνης είναι μπλεγμένοι όλοι: οι γονείς των παιδιών, οι κάτοικοι της περιοχής που βλέπουν τις δουλειές να φθίνουν και την οικονομική κρίση να τους γονατίζει και ο τοπικός αστυνόμος Χάρις που αναλαμβάνει να δώσει ένα τέλος στην περιπέτεια του Μπίλι χάριν της μητέρας του με την οποία διατηρεί ερωτική σχέση.

Ο Μάγερ γράφει για τους ανθρώπους συμπονώντας τους: είναι σαν να ζει μαζί τους, σαν να αφουγκράζεται την τρεμάμενη ανάσα τους και να περπατάει στους ίδιους σκονισμένους δρόμους μαζί τους. Είναι ένα ρωμαλέο ντεμπούτο που παρά τις ατέλειές του και το άγχος να τα πει… όλα, καταφέρνει να φτιάξει μια φούγκα για το αμερικανικό όνειρο που μέσα του κρύβει –πάντα έκρυβε– έναν εφιάλτη.

Είναι ένα μυθιστόρημα καθαρών προθέσεων, ευδιάκριτων χαρακτήρων που ξεπετιούνται από το χαρτί και αποκτούν αληθινή υπόσταση και γλώσσας που παλεύει να ορθωθεί πάνω από τη σκουριά των λογοτεχνικών ημερών.

Εξίσου εύγλωττη και ουσιαστική είναι και η μετάφραση του Κωνσταντίνου Ματσούκα.