Ο κόσμος, όπως είναι

Φανταστείτε έναν Αντρέ Μπρετόν να γράφει με σχεδιασμένη ονειρική γραφή. Έναν Τριστάν Τζάρα (κι όλη την παρέα των ντανταϊστών) να οδηγούν το υλικό τους σε ένα συγκεκριμένο –και απόλυτα καθορισμένο- μονοπάτι. Δεν φτάνουν όλα αυτά; Μάλλον όχι. Ορίστε και κάτι ακόμα: Ένας ελάχιστα φανταστικός (διακειμενικός) διάλογος ανάμεσα στον Τόμας Πίντσον και τον Ντον ΝτεΛίλο και στο βάθος του καμβά τον Ουίλιαμ Φόκνερ να συναινεί, καπνίζοντας αμέριμνος την πίπα του. Τον Σάμουελ Μπέκετ να συνεχίζει τον περίπατό του ικανοποιημένος γι΄ αυτά που άκουσε. Επιπλέον: Έναν  Τζάκσον Πόλοκ της γραφής, τα βαθιά επικαλυπτόμενα χρώματα του Ρόθκο, μάζες χρωμάτων καταμερισμένες στο χώρο. Μέσα σε όλα αυτά βρίσκεται ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.

Η «Αμερικανική Λήθη» (ή άλλως πως, Oblivion) είναι η απόλυτη  σαρκαστική, «παντεποπτική», καλειδοσκοπική ματιά ενός μετά – μοντέρνου συγγραφέα, ο οποίος θαυμάστηκε από τη διεθνή σκηνή με το μνημειώδες “Infinite Jest”. Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με μια πολυσέλιδη ανάπτυξη αλλά με οκτώ διηγήματα (το μέγεθος των οποίων ποικίλλει, ωστόσο σίγουρα δεν παραπέμπουν σε τυπικά δημιουργήματα του είδους). Η θεματική τους εκτείνεται στα βάθη που μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας: οι νευρώσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα από το χώρο της διαφήμισης, οι απολήξεις της μνήμης, ο καταλυτικός φόβος (εν προκειμένω ο πατρικός), τα ξέφτια παιδικών τραυμάτων, μια σκληρή–επιθετική ματιά στις επιπτώσεις της 11 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο σκέψης των ανθρώπων.

Το σημαντικό και συνάμα ιντριγκαδόρικο (sic) στα διηγήματα του Γουάλας δεν είναι η βασική ιδέα, θα ήταν επαρκές αν μιλούσαμε για μια τυπικής μορφής μυθοπλασία που παραπέμπει σε καθορισμένους εσωτερικούς κανόνες μορφής. Όχι εδώ. Οι προτάσεις του, η πρόοδος της ιστορίας (όποια κι αν είναι αυτή) εκτείνεται σε πολλά, κατακερματισμένα χρονικά και χωρικά εδάφη. Η μια λέξη οδηγεί στην επόμενη μέσω… μάχης. Το αβίαστο στην περίπτωση του Γουάλας, είναι το συνολικό σύμπαν που δημιουργεί και όχι οι επιμέρους αρμοί του.

Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται κανείς (διαβάζοντάς τον) πως ο συγγραφέας κάτι έχει δει, με κάποιον τρόπο –εντελώς προσωπικό- έχει εντυπώσει μέσα του το πρόσωπο της φρίκης και διαθλασμένο το μεταφέρει, σ’ εμάς, με τον πλέον πρόσφορο και συμβατικό τρόπο που γνωρίζει: τις λέξεις. Εκείνος είδε, εμείς διαβάζουμε την αντανάκλαση των εικόνων του μυαλού του.

Ναι, ο Γουάλας δεν είναι ένας συγγραφέας εύκολων διαδρομών. Ούτε και τα βιβλία του (φυσικά ούτε και η «Αμερικανική Λήθη») αποζητούν παθητικούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται να καταναλώνουν ιστορίες με προκαθορισμένη αρχή και ασφαλές τέλος. Παράξενο; Τα διηγήματά του ουσιαστικά δεν κλείνουν ποτέ (ο κύκλος δεν ενώνεται). Μετεωρίζονται αποδραματοποιημένα. Υπάρχει επαρκές τέλος στη ζωή; Πώς θα μπορούσε τότε να υπάρχει και στη λογοτεχνία; Το έργο του Γουάλας είναι περισσότερο λογοτεχνικό και λιγότερο μυθοπλαστικό, έτσι όπως όρισε την αντιπαράθεση των εννοιών ο Ίταλο Καλβίνο. Εν κατακλείδι, μιλάμε για ένα βιβλίο εμπειρίας και αναμέτρησης με ανεξερεύνητα βάθη.

Είναι σίγουρο πως αν ο Γουάλας κατάφερνε να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες (εντέλει δεν τα κατάφερε γι’ αυτό και έβαλε μια πρόωρη και δραματική… τελεία στη ζωή του), θα μας πρόσφερε κάμποσες ακόμη αισθητικές ανατάσεις μέσω των βιβλίων του. Στην Ελλάδα , όπως και αλλαχού, έχει φανατικούς φίλους και όχι άδικα.

Η «Αμερικανική Λήθη», δίχως καμία προσπάθεια υπερβολής, είναι ένα εκδοτικό γεγονός για την εγχώρια εκδοτική αγορά (όπως ακριβώς το «2666» του Μπολάνιο).

Η μετάφραση του Γιάννου Πολυκανδριώτη είναι, για τα μέτρα του αναγνώστη,  κάτι παραπάνω από ελκυστική. Φαίνεται πως έχει εντρυφήσει στον περίκλειστο κόσμο του Γουάλας και καταφέρνει να μεταφέρει στα ελληνικά ένα βιβλίο υψηλών προδιαγραφών, δίχως να χαθούν στην πορεία οι χυμοί του.