Ρυθμική ποίηση, φωτολατρική, μη ρασιοναλιστική (στα χνάρια της δημοτικής παράδοσης και της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας). Ακόμα κι όταν φαίνεται να «σουρεαλίζει» [συγχωρέστε μου τον νεολογισμό], η Άρτεμις Αγαθοπούλου καταφάσκει στη ζωή με έναν τόσο απαισιόδοξο τρόπο που μόνον οι εθισμένοι στο Σκοτάδι μπορούν να διψάσουν τόσο απεγνωσμένα για Φως Ιλαρόν, Λαγαρόν, Αναζωογονητικόν… Μέσα από την αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασης και την παραδοχή του εν εξελίξει σύμπαντός μας, η αληθινή Ποίηση υπερίπταται πάνω από κάθε τι πρόσκαιρο προκειμένου να ανακαλύψει την αιωνιότητα του λεπτού, την ακεραιότητα της στιγμής, το ακαριαίο κάθε Πόθου, σαν νιώσει τη ματαιοπονία του. Αυτή είναι η ποιητική οπτική πάνω στα πράγματα που δεν παλιώνει, μόνον επανέρχεται κάθε αιώνα και με άλλη μορφή, όμως η ζωγραφική απεικόνιση του εσωτερικού τοπίου καταδεικνύει την υπαρξιακή έρημο κάθε νοήμονος όντος στη γη, ακόμα κι όταν ξεχειλίζει από αισθήματα και δεν στενεύεται από αυτό που λέμε «αγάπη» ή «φιλότητα» (για πιο σωστά).

Η καινοτομία της εικαστικού Αρτέμιδος Αγαθοπούλου [προσέξτε το όνομα – τίποτα δεν είναι τυχαίο], η πρωτοτυπία της έγκειται ακριβώς σ’ αυτό το έξωθεν αποσπόρι μιας έκρηξης πρωτογενούς που μας κατακλύζει ακόμα με τα αρχέτυπα και τα σύμβολά της, όσο κι αν «τρεφόμεθα ακόμα με ψίχουλα από το τραπέζι του Ομήρου», όπως και οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές άλλωστε.

Ζωγραφιές και λέξεις αλληλοσυμπληρώνονται. Παραμυθικά μοτίβα, όπως δενδρόσπιτα που μεγαλώνουν μαζί και γύρω και μέσα από το κορμί μας συνθέτουν ένα σπινθηροβόλο έναυσμα προκειμένου να ενεργοποιηθεί το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου για τους δεξιόχειρες και να ανασάνει επιτέλους ο άνθρωπος, λευτερωμένος από τόση Λογική, Φιλολογία, Ρητορική, Θεολογία και Φιλοσοφία… Η σαιξπηρική αποστροφή του σαλεμένου Άλμετ για τις λέξεις ισχύει ακόμα κι εδώ, υποδεικνύοντας εμμέσως τα όρια του επιστητού και το ανέφικτον της πλήρους Γνώσεως, τουλάχιστον όσο είμεθα εν ζωή ή έχουμε (νομίζουμε πως έχουμε) «σώας τα φρένας».

Μόνον οι ποιητές, οι λαϊκοί ραψωδοί και οι νεραϊδοπαρμένοι μπορούν (αλλά δεν θέλουν) να καυχηθούν για την ολική (αν και προσωρινή) θέαση του Σύμπαντος Κόσμου, πριν οι «ασφάλειες» ενεργοποιηθούν και βυθίσουν πάλι τον ανθρώπινο εγκέφαλο στο Σκοτάδι και στην Απελπισία.

Νιώθω αμηχανία για το πώς μπορώ να μεταφράσω τον ρυθμό σε λέξεις επεξηγηματικές, αναλυτικές –συνθετικές, έστω– αφού η ποίηση του μαγικού όντος που ονομάζεται προσωρινώς Άρτεμις Αγαθοπούλου δεν δύναται να μεταποιηθεί και να ανασκευασθεί. Το μόνο που μπορείς είναι να την απολαύσεις όπως είναι. Και δεν είναι μήτε «θηλυκή» μήτε «ερωτική», παρά μόνον συλλογική, πανανθρώπινη, «καθαρή ποίηση» με έντονο γνωμικό, διδακτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.