Ποιητική σύνθεση σε επτά διακριτά, απολύτως συναρμοζόμενα μέρη. Δύο λέξεις για τίτλος, αριθμητικό και ουσιαστικό: ένας φίλος, μια στιγμή, μια πόλη, ένας άντρας, μια νύχτα, μια όμορφη, ένας κήπος.
Ο ψυχίατρος Σωτήρης Παστάκας ανακαλύπτει την ποιητική (και όχι μόνο) λιτότητα στη χαραυγή της τρίτης ηλικίας χωρίς να περιμένει το Αλτσχάιμερ να τον λυτρώσει από το βάρος της υπερμνησίας και των ενοχών που κατατρύχουν τους συνήθεις υπόπτους για τον ατελή φόνο της Ποίησης (με χιλιάδες αφημένα αποτυπώματα, εξεπίτηδες).
Ως ευθυμογράφος ξέρει να ξεφεύγει από τις συνήθεις παγίδες της τεχνικής. Ακόμα κι ο ελεύθερος ατονικός στίχος γίνεται στα χέρια του παιχνίδι που σπάει χάρη σε απρόβλεπτους διασκελισμούς (όπως στο τέλος της σελ. 17).
Πολιτικός κι α-πολιτικός ο λόγος του, χωροχρονικώς προσδιορισμένος και ελαφρώς απροσδιόριστος, απολαμβάνει την αυτοεξορία του στη γενέτειρα πόλη της Λάρισας, όμως η αναλλοίωτη ελληνική επαρχία τον ωθεί σε καρυωτακικές κορώνες και φιλοσοφικές παρεκβάσεις αναζητώντας για συγκάτοικο (;) έναν κάποιον Σωκράτη, αν όχι ΤΟΝ Σωκράτη τον ίδιο, που φαίνεται σαν να τον καλεί να αναθεωρήσει την ανεξίτηλη αυτοκτονία του και να μοιραστούν μαζί ένα ποτηράκι ούζο, αν όχι και τη γυναίκα τους σαν «αληθινοί άντρες» (σελ. 42).
Ποιήματα σύντομα, λακωνικά, λίγες λέξεις, αποφεύγει τα επίθετα. Κάτι σαν διαφημιστικά σλόγκαν κι ευφημιστικούς αφορισμούς. Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας γνωρίζει καλά την τέχνη της αντίθεσης. Λυρικός όταν θέλει, καυστικός όλες τις υπόλοιπες φορές, επιθετικώς αμυντικός όταν δείχνει τα βελόνια μιας τσουκνίδας που δεν κατάφεραν να μαλακώσουν το αλκοόλ, τα αναψυκτικά και τα ψυχοφάρμακα.
Η γυναίκα; Μόνιμο αντικείμενο του πόθου, αλλά απομυθοποιημένη σε αυτήν την ποιητική συλλογή. Ο αυτοσαρκασμός της δήθεν ανημπόριας δεν φαίνεται να δικαιολογεί μια κάποια σκληρότητα απέναντι στο μέχρι πρότινος «δεύτερο φύλο» που τώρα έχει πάρει τα πρωτεία και παίρνει αμπάριζα τα αρσενικά δύο δύο…
Στο επίπεδο της τεχνικής τώρα: οι φαινομενικές ασυνταξίες, οι νεολογισμοί, οι ελαφρές μετατοπίσεις του νοήματος, οι πολυσημίες που αυτοαναιρούνται κατόπιν σε μονοσημίες, οι άμουσοι διασκελισμοί που προσδίδουν μιαν ιδιότυπη αίσθηση του ποιητικού ρυθμού, ειρωνικές χρήσεις κοινοτοπιών… όλ’ αυτά χαρίζουν στον Σωτήρη Παστάκα το απολύτως διακριτό προσωπικό του ύφος. Μια ιδιόλεκτος, ένας κόσμος ολόκληρος που ωριμάζει μέσα στα χρόνια.
Δεν θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα, εκτός ίσως από μερικούς ουαλδικούς αφορισμούς ενταγμένους εντέχνως σε ολιγόλεξα ποιήματα, όπως:
…
δ’
Η νύχτα φεύγει το πρωί.
Η μόλις πρώην με ταξί.
ε’
Μια νύχτα αληθινή ξανθιά.
στ’
Οι άντρες μοιράζονται τη νύχτα
τα ποτά και τα τσιγάρα τους. Μόνον
οι αληθινοί άντρες μοιράζονται τη γυναίκα τους.
ζ’
Δίμετρη νύχτα μάς τάζουν πάλι.
(από την ποιητική ενότητα «Μια νύχτα»).
Ο Σωτήρης Παστάκας έχει πολλά ακόμα να δώσει. Κι όχι μόνον ευφυολογήματα. Στη μακρά ποιητική αφήγηση κρίνεται ο ποιητής, στην εκτενή τοιχογραφία ο ζωγράφος. Τα άλλα είναι απλώς σχεδιάσματα και σπουδές, μελέτες και προπλάσματα για ένα Ποίημα που δεν έχει γραφτεί ακόμα. Τι θα σωζόταν από τον Ντα Βίντσι χωρίς την «Τζοκόντα»; Κάποια ανατριχιαστικά, αιμάτινα σχέδια ανατομίας και φρικιαστικές μηχανές που είχαμε το προνόμιο να τις δούμε (λίγο έως πολύ παραλλαγμένες) να πετάνε στο εφιαλτικό παρόν μας…
Ο Σωτήρης Παστάκας ζει ποιητικά. Κι αυτό έχει σημασία. Το τυπωμένο έργο είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Ας είναι καλά και δημιουργικός πάντα. Είναι η καλύτερη συνταγή για να αποφύγει το …Αλτσχάιμερ του ευστόχως αυτοσαρκαστικού τίτλου.