Η άλλη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα
Τι είναι η πατρίδα μας; Αν είναι (μόνο) οι λόγκοι και τα βουνά, μάλλον οφείλουμε να αρχίσουμε το σκάψιμο, όσο υπάρχει καιρός. Υπάρχει ακόμα το μυστήριο της ελληνικότητας που για αιώνες στεκόταν στο μέσο της γέφυρας, ενώνοντας την Εγγύς Ανατολή με τη Δύση; Υφίσταται άραγε το αίτημα μιας εθνικής ταυτότητας;
Σε μια χώρα που καταρρέει ποικιλοτρόπως, η ανασκαφή της ιδιοπροσωπίας του Έλληνα λαμβάνει το χαρακτήρα σπερματικής αναζήτησης.
Το φανάρι μέσα στο χάος των ημερών προσπαθεί να κρατήσει ο Κώστας Ακρίβος στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Κάνοντας ένα νοητό ταξίδι στο παρελθόν αλλά και ένα πραγματικό (στα μήκη και τα πλάτη της ενδοχώρας), αναζητεί εκείνη την αναλλοίωτη ουσία της φυλής, που μπορεί να αντισταθεί στον εξανδραποδισμό, στην επικυριαρχία της οικονομίας έναντι του πολιτισμού και της πολιτικής, στον βίαιο μετασχηματισμό μιας χώρας σε πεδίο βολής μαθητευόμενων –Ευρωπαίων– μάγων.
Ο συγγραφέας-ήρωας (alter ego του Ακρίβου), «χτυπημένος» από λογοτεχνικό μπλοκάρισμα, εγείρεται πάνω από τα προσωπικά του αδιέξοδα, όταν δέχεται τα ανοίκεια σχόλια ενός Τούρκου για τη χρεοκοπημένη Ελλάδα και αποφασίζει να ανασκαλέψει, κάτω από τα χώματα της καθημερινότητας, εκείνο το μονοπάτι που μπορεί να μας οδηγήσει στο μέλλον. Υφίσταται αυτός ο συνθετικός τύπος Έλληνα ή μήπως είναι μια ιδεοληπτική κατασκευή;
Το στοιχείο της επικαιρικότητας δεν λείπει από το μυθιστόρημα, αντιθέτως είναι σημείο εκκίνησης· ερανίζεται στοιχεία της τρέχουσας επικαιρότητας, τα σχολιάζει, αντιπαρατίθεται σε αυτά, εξακοντίζει αντεπιχειρήματα. Σε αντίθεση με την παραδεδεγμένη άποψη ότι η λογοτεχνία θέλει τον… χρόνο της και μια κάποια απόσταση από τα γεγονότα, ο Ακρίβος αποφασίζει, με τρόπο καταδηλωτικό, να ενσκήψει στο σήμερα· να μην φοβηθεί να πιάσει τώρα το σίδερο που καίει. Τούτο, βεβαίως, εμπεριέχει πλήθος κινδύνων, αλλά είναι και ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό στοίχημα.
Η περιδιάβαση του συγγραφέα-ήρωα στα ενδότερα της Ελλάδας είναι μια βουτιά στην αυθεντικότητα. Συναντάει μια ιδιαίτερη… πανίδα, που δεν τη βρίσκει κανείς στις μεγαλουπόλεις. Η λαϊκή θυμοσοφία ενώνεται αξεδιάλυτα με το τραχύ τοπίο, η φλεγματικότητα των χαρακτήρων με το πρωτογενές υλικό μιας παράδοσης που δεν χτυπήθηκε από τη Δύση. Από τη Θράκη μέχρι την Ακρόπολη, ο συγγραφέας έρχεται σε επαφή με μια κρυμμένη Ελλάδα. Οργανοπαίκτες, γεωργοί, παπάδες, νέα παιδιά, πολύπαθοι μεσήλικες, συγκροτούν τη ραχοκοκαλιά μιας χώρας που οδεύει πλησίστια προς τον γκρεμό.
Το ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι οι ένθετες παραθέσεις αποσπασμάτων από δοκίμια, λαογραφικές μελέτες, τραγούδια, ταξιδιωτικά κείμενα, τα οποία ο Ακρίβος καταφέρνει να ενοποιήσει στο όλον της πλοκής. Από τον Χατζή και τον Κόντογλου έως τον Μπεράτη και τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, αλλά και με ενδεικτικές φωτογραφίες, που ο Ακρίβος μάς προσφέρει αφειδώς, το καταστάλαγμα είναι ωσαύτως χαρωπό και πικρό. Ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε και τι μας μέλλει ακόμα.
Το αίτημα της συλλογικής δράσης είναι κάτι παραπάνω από μια έκφραση ιστορικότητας. Ενδεχόμενα να είναι η μοναδική αντίσταση απέναντι στον ζόφο. Η μόνη ρεαλιστική πρόταση που μπορεί να εκφράσει την προγονική αλήθεια του τόπου. Είναι η απάντηση του συγγραφέα-ήρωα στον φίλο του τον Τσιρίλο, ο οποίος, ως άλλος δικαστής, κατεδαφίζει ένα προς ένα τα ζωτικά ψεύδη του Νεοέλληνα, θέλοντας να αποδείξει τη μετάλλαξή του.
Τα μέσα υπάρχουν, μένει να βρεθεί ο τρόπος και η θέληση. Τα πρώτα είναι μια δυνατότητα, τα δεύτερα όμως εντάσσονται στην ελληνική παθολογία, εξ ου και είναι δυσεύρετα.
Εν μέσω οικονομικής αιώρησης στο κενό, φασιστικών εκτοπλασμάτων και ραγδαίας καταβύθισης σε ένα είδος εθνικής μελαγχολίας, το μυθιστόρημα του Ακρίβου, λειτουργεί ως… σκαλοπάτι.
Πρώτα πατάς, μετά αποφασίζεις πού θα πας.