Τι κάνουμε συνήθως με ένα αλφαβητάρι; Το ξεφυλλίζουμε ψάχνοντας να βρούμε αυτό που μας ενδιαφέρει, να ικανοποιήσουμε την ανάγκη που μας έκανε να το αναζητήσουμε. Κι αφού το βρούμε, μπορεί το μάτι μας να πέσει παραδίπλα, στο προηγούμενο ή στο επόμενο «γράμμα». Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο στο οποίο ανατρέχουμε, γυρνάμε πίσω μπρος τις σελίδες του για να ανακαλύψουμε κάτι ή για να το ξαναθυμηθούμε – και κάθε φορά, ίσως, θα βρίσκουμε κάτι καινούριο σε αυτά που διαβάζουμε εκεί.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να ισχύουν και για μια εγκυκλοπαίδεια, ένα λεξικό. Το βιβλίο της Δήμητρας Κολλιάκου, όμως, είναι ένα λογοτεχνικό έργο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι΄ αυτό. Ο τίτλος κάθε κεφαλαίου (ένα από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου) μπορεί να παραπέμπει σε ένα έντομο, όμως ο τίτλος δεν είναι απλώς η αφορμή: υπάρχουν πολλοί, και σοβαροί, λόγοι για να διαβάσουμε το κείμενο που θα ακολουθήσει.
«Στην εαρινή ισημερία ξανάνοιξε το La Belle Équipe. Την επόμενη μέρα έγιναν οι επιθέσεις στις Βρυξέλλες. Τριάντα δύο νεκροί. Ύστερα μπήκε απότομα η άνοιξη. Τα ξημερώματα ακούγαμε τα πουλιά να φλυαρούν ακατάσχετα. Αϋπνίες» (σελ. 113)
Κ, κατσαρίδα – «Ήταν μικρές και μάλλον αδύνατες –δεν θα τις έλεγα όμως καχεκτικές– και συνήθως σκούρες, με πολύ ευδιάκριτες κεραίες, πράγμα που τις έκανε να δείχνουν όσο ακαταπόνητες τις θέλει η βιβλιογραφία. Εξαιτίας τους ήθελα να μετακομίσω» (σελ. 102). Ένα ζευγάρι μετακομίζει σε ένα καινούριο σπίτι. Γείτονές τους από τη μία πλευρά είναι ένα νέο ζευγάρι, η Μανόν και ο Ραφαέλ, με ένα αγοράκι, τον Γιαν, και από την άλλη η Ιταλίδα Κιάρα . Εκεί το ζευγάρι των Ελλήνων, ο Πρόδρομος και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, θα «ζήσουν» τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, της 22ας Μαρτίου στις Βρυξέλλες, της 14ης Ιουλίου στη Νίκαια, αλλά και τη γέννηση ενός νέου μωρού («Κοριτσάκι. Προς το παρόν δεν ζηλεύει ο Γιαν», σελ. 120).
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου η συγγραφέας παραθέτει λέξεις κλειδιά που μοιάζουν να συνοψίζουν το κείμενο, να προσφέρουν τους κωδικούς κατανόησής του – στο απόσπασμα που προηγήθηκε οι λέξεις αυτές είναι: ανθεκτικότητα / βεβαιότητες / επιβίωση. Ένα αλφαβητάρι, θα έλεγε κανείς, είναι πρωτίστως χρηστικό. Ωστόσο, αν προσπαθούσαμε να καταγράψουμε τα «θέματα» κάθε ιστορίας, μάλλον θα ματαιοπονούσαμε.
Β – «“Πώς λέγεται η μέλισσα στ’ αγγλικά;” Μορφασμός, προσπαθώντας να βρει κάτι να πει, κάτι που θα μπορούσε να την ενδιαφέρει.
“Bee. Η μέλισσα λέγεται bee. Ελάχιστα διαφέρει από το ρήμα ‘είμαι’”. Και μετά από μικρή παύση: “Του μπι ορ νοτ του μπι”. Αλαμπουρνέζικα» (σελ. 20).
Ένας πατέρας που έχει πεθάνει, η κόρη του στην κηδεία και ένας μελισσοκόμος, θα συνοψίζαμε, πεζά, εμείς*. Όμως μια γλωσσολόγος, όπως η συγγραφέας, μπορεί να κινείται άνετα ανάμεσα στις λέξεις, στις γλώσσες και στα νοήματα. Έτσι μπορεί να συνδέει λέξεις από γλώσσες που δεν υπάρχουν πια με σύγχρονες και να μιλά για ένα έγκλημα σε ευρωπαϊκή πόλη για το οποίο οι υποψίες βαραίνουν έναν μετανάστη (Ζ, ζβουβ) – με απαραίτητο διάμεσο ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο. Κι από την εμπειρία της ως καθηγήτρια, να γράψει μια ιστορία εγκιβωτισμένη μέσα σε μία άλλη, που διαδραματίζεται σε ένα παρισινό λύκειο (Μ, μυρμήγκι).
Αλλά μας αρέσει εξίσου και όταν συνδυάζει «με ποιητική ελευθερία», όπως γράφει, διάφορα στοιχεία από βιογραφίες του Αυστριακού συνθέτη Άλμπαν Μπεργκ, που πέθανε από τσίμπημα μέλισσας ή σφήκας (Υ, υμενόπτερα) , ή από τη ζωή και το έργο του Ισαάκ Μπάμπελ, του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και του Αμερικανού φυσιοδίφη Τιτιάν Πιλ (Ε, εντομολόγος), όταν συνθέτει αριστοτεχνικά το διήγημα για τις τελευταίες ώρες ενός 18χρονου στη γαλλική αντίσταση που εκτελείται από τους Γερμανούς (Ν, νύμφη) ή γράφει μια τρυφερή ιστορία, εμπνευσμένη από το γιαπωνέζικο παραμύθι «Μπάτα το σουζουμούσι», «Η ακρίδα και ο γρύλος», που η αφηγήτρια διηγείτο στις δύο κόρες της όταν ήταν μικρές.
Στο αριστουργηματικό, κατά τη γνώμη μας, κεφάλαιο Τ («Τέττιξ» – τζιτζίκι), που αποτελεί, ουσιαστικά, ανάλυση ενός ποιήματος της Σαπφούς με τίτλο «Σπάραγμα 58» («Ο Τιθωνός»), που παρατίθεται στην αρχή του κειμένου στα αρχαία ελληνικά, η αφηγήτρια συνδέει τη γνωριμία ενός άνδρα και μιας γυναίκας με το πέρασμα του χρόνου (το γήρας), ανοικοδομώντας στίχο στίχο το ποίημα για να μας το παραδώσει στο τέλος έξοχα στα νέα ελληνικά.
Τα ζευγάρια έχουν την τιμητική τους σε ορισμένα διηγήματα όπως στο Θ (Θαλάσσια έντομα), οι οικογένειες έχουν τη θέση τους (για παράδειγμα στο κεφάλαιο Ω, Ωρολόγιο του θανάτου), όπως και τα παιδιά του Δημοτικού (Ψ, ψείρα). Η παιδική ηλικία εμφιλοχωρεί διεκδικητικά στο κεφάλαιο Χ («χρυσόμυγα») μαζί με μια προσωπική «κατάθεση» της αφηγήτριας για να καταλήξουν σε μια παιγνιώδη απεύθυνση στους αναγνώστες.
Η Δήμητρα Κολλιάκου γράφει στο λακωνικό επίμετρο πως «τα γράμματα-κεφάλαια ακολουθούν τη χρονολογική σειρά συγγραφής, διασώζοντας τις αόρατες κλωστές που δένουν το καθένα τους με τα διπλανά του, αυτό το αιωρούμενο ‘ελάχιστο’ που ίσως έγινε προσάναμμα για τη συνέχεια – μαζί και κάποιο ίχνος της διαδρομής της συγγραφέως». Έτσι κι εμείς προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε αυτό το ίχνος μέσα από τη θεματολογία, τους αφηγηματικούς και τους άλλους τρόπους που χρησιμοποιεί για να «συντάξει» αυτό το αλφαβητάρι. Το είχαμε γράψει και παλιότερα εδώ, όλα στο γράψιμό της μοιάζουν να είναι οργανικά δεμένα. Κάθε ιστορία, κάθε διήγημα, έχει τη θέση του στο σύνολο∙ κάτι θέλει να πει. Αυτό που παρατηρούμε τώρα είναι μια μεγαλύτερη απλοχωριά και όλο και περισσότερο φως.
* (Λέξεις κλειδιά: πένθος / συμφιλίωση / επικοινωνία)