Αφιερωμένο στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες της αιγυπτιώτικης λογοτεχνίας και σε όσους την προέτρεψαν να αναβιώσει ιστορίες για τον –χαμένο πια– παροικιακό ελληνισμό της Αιγύπτου, η Πέρσα Κουμούτση –η οποία, όπως έχει αναφερθεί και στα προηγούμενα βιβλία της, γεννήθηκε και σπούδασε στο Κάιρο, έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά και έχει τιμηθεί για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές βραβείο Καβάφη– επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο έπειτα από την έκδοση της ανθολογίας της σύγχρονης αραβικής ποίησης με το μυθιστόρημά της «Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους», εμπνευσμένη όπως πάντα από την αγαπημένη πόλη της, την Αλεξάνδρεια και τον Ποιητή της πόλης και της ιδίας, τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Γιατί στην οδό Λέψιους; Όπως αναφέρεται από την ίδια στις σημειώσεις της στο τέλος του βιβλίου, στην οδό Λέψιους βρίσκεται το σπίτι του Καβάφη, όπου ο ποιητής έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε μια συνοικία όπου λειτουργούσαν ταυτόχρονα οίκοι ανοχής, το ελληνικό νοσοκομείο και η πατριαρχική εκκλησία του Αγίου Σάββα, μια συνύπαρξη αντιθέτων που χαρακτηρίζει και την ίδια την προσωπικότητα του Καβάφη – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ίδιος δεν ενοχλούνταν από τη συνύπαρξη των τόσο διαφορετικών στοιχείων στην οδό του.
Οι «Αλεξανδρινές φωνές» είναι δεκαπέντε ξεχωριστές ιστορίες –που μοιάζουν ανεξάρτητες και αυτοτελείς– ηρώων που ζούσαν στην οδό Λέψιους της Αλεξάνδρειας, στην οδό του Καβάφη, στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1930-33). Δεκαπέντε κεφάλαια, δεκαπέντε ζωές ηρώων από όλα τα κοινωνικά στρώματα, επιφανών γιατρών, δικηγόρων, ηθοποιών, εταίρων κ.λπ. με ποικίλες ελπίδες και όνειρα, αλλά και με κοινή επιθυμία να ζήσουν μια ζωή με ουσία, με νόημα, με εκπλήρωση των πόθων τους. Ήρωες, άλλοι πλασματικοί, άλλοι εμπνευσμένοι από αληθινά πρόσωπα. Κοινό τους σημείο η οδός Λέψιους.
Ζωές που είτε δεν τις έχουν επιλέξει, είτε οδηγήθηκαν από άλλους εκεί, οι ήρωες της Πέρσας Κουμούτση «φωνάζουν» ότι δεν αντέχουν άλλο τα προσωπεία και επιζητούν τη χαρά και τη λύτρωση μέσω της αλήθειας. Φορούν προσωπεία και ορέγονται τη στιγμή που θα τα βγάλουν.
Οι ζωές τους συνδέονται μεταξύ τους με έναν ιδιαίτερο τρόπο και οι ιστορίες τους υπάρχουν ανεξάρτητα αλλά και παράλληλα ταυτόχρονα. Αυτή είναι η επιτυχία της συγγραφέως, ότι κατάφερε να δομήσει μια πλοκή ανεξάρτητων ιστοριών που όμως μπλέκεται η μία με την άλλη με αριστοτεχνικό τρόπο. Τόσο διαφορετικές ιστορίες δένονται μεταξύ τους ωστόσο με ευφυή τρόπο και χαρίζουν στους αναγνώστες στιγμές απολαυστικής ανάγνωσης. Συνύπαρξη αντίθετων στοιχείων συνθέτουν την πραγματικότητα της εποχής του Μεσοπολέμου στην Αλεξάνδρεια.
Στο μυθιστόρημα αυτό απεικονίζεται η κοινωνία του ’30 της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, με τη διατήρηση των τύπων και των περίκλειστων άτυπων κοινωνικών συμβάσεων, τα αβάσταχτα «πρέπει» που υψώνονται σαν τείχη στη ζωή των ηρώων, θυμίζοντας τα «Τείχη» του Καβάφη:
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»
Όπως ο Καβάφης δηλώνει μέσω του ποιήματός του εγκλωβισμένος από περιορισμούς και όρια που του επέβαλε η κοινωνία, έτσι και οι ήρωες του μυθιστορήματος της Κουμούτση ασφυκτιούν εγκλωβισμένοι σε περιορισμούς και τυπικές συμβάσεις προσπαθώντας να ρίξουν αυτά τα τείχη και να αφεθούν στα αληθινά τους συναισθήματα.
Η συγγραφέας ξεκινά και τελειώνει με τον Καβάφη, ωστόσο σε όλες τις ιστορίες υπάρχει νοητά η προσωπικότητα του Αλεξανδρινού. Σε κάθε κεφάλαιο υπάρχει απόσπασμα από ποίημά του, είτε σχετικό με τη ζωή του ήρωα του κεφαλαίου ή απλώς ως αρχή για τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν.
Χρησιμοποιεί την καβαφική ειρωνεία: « Έτσι, η ζωή τής υποσχέθηκε μια καινούργια και ελπιδοφόρα αρχή δίπλα σε έναν πετυχημένο άνδρα, καταξιωμένο στην επιστημονική κοινότητα και όχι μόνο, έναν άνδρα που όλες οι ελεύθερες κοπέλες της ηλικίας της εποφθαλμιούσαν στην παροικία. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από τη ζωή;»,(σελ. 141).
Η συγγραφέας αρέσκεται στην ψυχογράφηση των ηρώων της, στη βουτιά βαθιά στον ψυχικό τους κόσμο, στην πτώση των προσωπείων. Δίνει στους ήρωες εσωτερικές φωνές, δυνατές για να εκφράσουν τα βαθιά καταπιεσμένα συναισθήματά τους. Με ιδιαίτερη αφηγηματική μαεστρία «δένει» τις τόσο διαφορετικές ζωές οι οποίες απεικονίζουν με τον καλύτερο διαυγή τρόπο το σκηνικό της εποχής στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας του Μεσοπολέμου.
Σημείο αναφοράς από την αρχή έως το τέλος ο Καβάφης, βρίσκεται παντού είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αυτό που ορίζει τις ζωές των ηρώων και όλων μας αποτυπώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο πριν από τον επίλογο: «Για ένα μονάχα ήταν σίγουρος: δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, από τη φύση μας την ίδια. Ό,τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν προσπαθήσουμε, μια άλλη δύναμη έξω από εμάς θα μας εξουσιάζει, αποφάνθηκε χαμογελώντας πικρά στον εαυτό του» (σελ. 247).