Ο έρωτας είναι ένα θέμα γνωστό και μη εξαιρετέο στη λογοτεχνία. Και αλίμονο αν δεν ήταν! Αφού ο έρωτας κινεί τα νήματα, είναι πηγή ζωής και δημιουργίας. Το θέμα είναι να εξετάζουμε στην ποίηση πώς ο γράφων πραγματεύεται τον έρωτα κι αν έχει κάτι νέο να πει, να εισάγει.
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα στα « Ακροδάχτυλά» της, την πρώτη της ποιητική απόπειρα, μπαίνει δυναμικά με σκέψεις, λέξεις και εκφράσεις. «Είσαι/ ίδιος η φωτιά /που με αλώνει εκ των έσω», θα γράψει στο πρώτο ποίημα του βιβλίου .Ο έρωτας είναι παρών. «Ακόμα και το σκοτάδι είναι όμορφο μαζί σου» («Αλντεμπαράν», σελ.52). Ξεχειλίζει ο Έρωτας! Αναπλάθεται. Έχει τη δύναμη να αφανίζει την Άνοιξη, έχει τη δύναμη να κατρακυλά στην άβυσσο εφόσον είναι ισχυρός. Επιχειρείται εντίμως η ανατομία του ερωτικού φαινομένου ακόμα κι αν αυτή περιλαμβάνει την «αρχιτεκτονική της εγκατάλειψής του». Υπάρχει το στοιχείο της σωματικότητας έντονο μέσα στη συλλογή και αυτό είναι γοητευτικό. Ο έρωτας είναι σώμα πρωτίστως, θα πουν ίσως μερικοί. Η γεωγραφία του ερωτευμένου κορμιού, η έκρηξη την ώρα της αγάπης, το άγγιγμα ,το φιλί, οι σφυγμοί, η αγκαλιά, η ηδονή. Στο ποίημα «Οι πολιτείες μας » γράφει:
Kαθένας μας μια πολιτεία
από τα σώματα που μας κατοίκησαν,
που άλλοτε μας κούρσεψαν
κι άλλοτε μας αγάπησαν τρυφερά.
Κάποτε αξεχώριστα τα δυο αυτά, μαζί.
Κι εμείς κομμάτια άλλων πολιτειών,
εκείνων που μας οδήγησαν εν τέλει στο σκοτάδι
ή ίσως περισσότερο αυτών
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μας κερδίσουν.
Ακόμα και η Ιδέα του σώματος ως Ουτοπία:
Φρύνη
Τα σώματα που αγάπησα
μια ουτοπία.
Το σώμα μου
βωμός και προσφορά
σε τόπους
που χαθήκαν
(σελ. 51).
Οι εραστές γίνονται για λίγες, έστω, στιγμές, αθάνατοι, θα σημειώσει στο ποίημα «Πανσέληνος». Ενώ στο ποίημα «Χρώματα» θα δώσει εν ολίγοις και έναν ορισμό του έρωτα, τον δικό της ορισμό: «[…]ο έρωτας είναι το κόκκινο / στα μάγουλα των κοριτσιών /τα βράδια[…]»
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα δεν χρησιμοποιεί εξεζητημένες εκφράσεις ούτε χαρακτηρίζεται από λεκτική ακράτεια. Η έκφρασή της δεν είναι καθόλου θολή, απεναντίας, μας κερδίζει λόγω της διαύγειας και της ακρίβειάς της. Λείπει η επιτήδευση αλλά και ο σουρεαλισμός ως μέσο έκφρασης ή αισθητική προσέγγιση.
Αισθαντική, καθόλου αόριστη, εξομολογητική στα σημεία, έχει τον τρόπο να αναστατώνει τον αναγνώστη, σκιαγραφώντας παράλληλα και τη μοναξιά που κάθε έρωτας (ή η απουσία του) κουβαλά.
Στη σελίδα 33 γράφει:
– Σ’ ΑΓΑΠΩ,
μου είχες πει χίλιες φορές.
Και κάθε φορά αξίωνες
σαν τον αντίλαλό σου να απαντώ.
Για να με νιώθεις δική σου, δέσμια
στη χρυσή φυλακή των λεκτικών συναισθημάτων σου.
– Σ’ αγαπώ.
– Σ’ αγαπώ.
Όπως οι κούκλες που μιλούν
εκείνες που είχαμε σαν ήμασταν παιδιά,
που επαναλάμβαναν κάθε μας λέξη.
Ήσουν ο Νάρκισσος
μα γω δεν θα μπορούσα να ’μαι για πάντα
η Ηχώ σου.
Η Μνήμη μοιραία κυκλοφορεί συχνά μέσα στη συλλογή ως έννοια, αφού η μνήμη συνδέεται με τον έρωτα, τις αναμνήσεις, καλές ή κακές που αυτός αφήνει. Ακόμα κι όταν αυτός ατονήσει ή χαθεί, πάντα κάτι θα μένει ως κατάλοιπο. Και από τις μνήμες συχνά πιάνονται οι άνθρωποι ώστε να μπορούν να αντέξουν τη δύσκολη πραγματικότητα.
Και η ποίηση έχει τη δύναμη να αναβιώνει ή να στοχάζεται πάνω στα κατάλοιπα ή στα ερείπια, ανασυνθέτοντας τα εξαφανισθέντα κομμάτια του παζλ της ζωής του ποιητή-αφηγητή.
xxx
N’ αναμετράσαι
με σκοτάδια και θεριά
ελπίζοντας
στη λύτρωση μιας καταιγίδας
που θα μπορούσε να ξεπλύνει
μνήμες,
τουλάχιστον εκείνες
που θα ’θελες να σβήσεις.
***
Κλείνοντας, έχουμε να κάνουμε με μια φωνή ισορροπημένη σε μια ανισόρροπη εποχή!
Μια φωνή που διαθέτει καθαρότητα, λιτότητα, αμεσότητα.