Ο χρόνος των τραυμάτων, ο χτύπος των σωμάτων

Μου έρχεται στο μυαλό ο στίχος του Ρίτσου: «Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις/Αν έχεις λείψει για ό, τι πρέπει» και ο άλλος του Νερούντα: «Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι». Διότι η απώλεια είναι η πιο ανθρώπινη διάσταση, έχει την υφή μιας άλλης τάξης ζωής κι ας την αντιβαίνει, κι ας έχει σκοπό να την εκμηδενίσει.

Τρεις άνθρωποι, ένα τρίγωνο σπασμένο, τρεις ζωές χωρισμένες, παράλληλες στη μοναξιά των βίων τους. Κι αυτοί που ζουν είναι σαν πεθαμένοι και οι άλλοι που χάθηκαν δείχνουν πιο απτοί και ζωντανοί με τη δύναμη της θύμησης, με τον ακλόνητο ρυθμό των αισθήσεων, με των νυγμών το βαθύ τραύμα.

Από τη μικρή φόρμα την οποία υπηρετεί με παρηγορητική (για τον αναγνώστη) υπομονή, η Ευγενία Μπογιάνου, με το «Ακόμα φεύγει», πέρασε στη μεγάλη φόρμα με τρόπο αβίαστο. Ίσως διότι τα βασικά εργαλεία από το… εργαστήρι της, καίτοι έπρεπε να δουλευτούν με πυρετώδεις ρυθμούς, δεν έχασαν κάτι από τη δύναμή τους. Ήτοι: Λιτότητα, ακρίβεια, ένστικτο στην απονομή των λέξεων, ρίγος που δεν κομπάζει και επιλογή ανθρώπων που δεν φέρουν τίποτα το ηρωικό πάνω τους. Αυτά τα τόσα κοινά άτομα είναι καθημερινά, σάρκινα, ρηγματωμένα, αφημένα στο σκληρό μαγνητισμό της καθημερινότητας, με τους μαιάνδρους των τύψεων να τους ρουφούν ακατάπαυστα. Και γύρω τους ένα σπίτι, μια πόλη, μια χώρα με έκτυπα πάνω τους τα σημάδια της εγκατάλειψης, της φασματικής μοναξιάς, της χαμένης ελπίδας.

Τι μπορεί να συμβεί σε μια οικογένεια που βλέπει το παιδί της να μπλέκει σε μια υπόθεση τρομοκρατίας, να διαπομπεύεται, να δικάζεται και στη συνέχεια να απαλλάσσεται λόγω αμφιβολιών; Ο κόσμος των τακτοποιημένων καθημερινών θανάτων ζητάει το λόγο τον αδικαίωτο  – αυτό συμβαίνει. Η αμήχανη αποδοχή των παράλληλων σχέσεων, εντός της οικογενειακής οικίας, γίνεται απηνής δικαστής και σαρώνει ολόκληρο το παρελθόν, το ανασύρει από τα βάθη, το φέρνει αντιμέτωπο με τον επερχόμενο κίνδυνο του παρόντος.

Ο 20χρονος Γιώργος, ο γιος της οικογένειας, φεύγει, εξαφανίζεται, αφήνει τους γονείς του (Ηλίας και Αγλαΐα) να προσπαθούν να αποδεχθούν αυτή την αναστολή της παρουσίας, τη γεωμετρία της έλλειψης να στέκει μπροστά τους σαν μια παρήχηση τιμωρίας. Ούτε καν αληθινή τιμωρία δεν μπορούν να γευτούν, μόνο μια παραίτηση, ένα βαθύ ερώτημα για το τι έγινε, τι έφταιξε, τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν στραβά, όλα προς τι;

Ακόμη και οι γονείς του Γιώργου έχουν φύγει, πριν καν εκείνος διαλέξει τη δική του αποχώρηση. Έφυγαν από τα σώματά τους, από τη μνήμη των πραγμάτων, από την επικράτεια των αισθημάτων. Η παράλληλη σχέση της Αγλαΐας είναι ένα ρημάδι συνύπαρξης, ένα δόσιμο μεταξύ ξένων. Το τρίτο πρόσωπο, αντί να λειτουργεί ως καταλύτης, στην ουσία μετέχει με τη σειρά του σε ένα εν εξελίξει δράμα. Πέφτει κι αυτό στο δίπολο–παγίδα: κτητικότητα-αποξένωση. Η παραίτηση του Ηλία είναι ωσαύτως βαθιά: φυτοζωεί στη χαμοδουλειά του, βρίσκει αποκούμπι στο ποτό, ορέγεται ωραίες γυναίκες, αλλά δεν έχει καν τη δύναμη του φλερτ. Οι έσχατες αναλαμπές αντίστασης –σωματικής και όχι μόνο– με τις δυνάμεις καταστολής σε μια πόλη που φλέγεται, οδηγούνται σε μια καταδίκη σχεδόν προδιαγεγραμμένη.

Το μυθιστόρημα της Μπογιάνου είναι μια λιτή πραγματεία πάνω στο χρόνο του σώματος που μένει ασάλευτος αφήνοντας τα τραύματα να δράσουν. Από την Αθήνα έως τη Θεσσαλονίκη, το ταξίδι της Αγλαΐας για να βρει το γιο της είναι στην πραγματικότητα μια Οδύσσεια μέσα στο μυαλό της, στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του εαυτού της. Ποιος μας παίρνει τους αγαπημένους μας ανθρώπους; Ποια τρύπα καταπίνει τις ζωές μας; Ποιο φόρο πληρώνουμε για μια μίζερη, καταρρακωμένη ζωή;  Εντέλει, με ποιο δικαίωμα η μάνα ζητάει από το παιδί να παρουσιαστεί και αν το κάνει, τι έχει να του δηλώσει που να είναι ατόφιο και αληθινό; Η δραστική ουσία του μυθιστορήματος βρίσκεται στο τέλος του, εκεί όπου πλέον θα ληφθούν οι καίριες αποφάσεις και θα γύρει η πλάστιγγα υπέρ μια συμβατικής επανένωσης ή ενός λυτρωτικού αποχωρισμού – ενός απογαλακτισμού από το σκληρό πετσί του παρελθόντος και των ενοχών που κουβαλάει.

Οι άνθρωποι χωρίζουν μέσα σε αναβρασμούς. Οι άνθρωποι χάνονται γιατί δεμένοι δεν υπήρξαν ποτέ. Πότε με πλάγιες ματιές προς τη χώρα που βυθίζεται, πότε με το μαχαίρι του προσωπικού αδιεξόδου να μπήγεται βαθιά στην πληγή, η Μπογιάνου προσφέρει ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με μουρμουρητό. Εκείνο το μουρμουρητό των ανθρώπων που έχουν χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και ελπίδα άλλη να κρατηθούν από κάτι δεν βρίσκουν. Το δικό μας.