«Η ελληνική τραγωδία αφανίστηκε διαφορετικά απ’ ό,τι όλα τα παλαιότερα αδελφά είδη τέχνης: Το τέλος της ήταν τραγικό, ενώ όλα εκείνα έσβησαν με τον πιο ωραίο θάνατο. Διότι, αν μία ιδεώδης φυσική κατάσταση χαρακτηρίζεται από το να εγκαταλείπει κανείς χωρίς σπασμό τη ζωή αφήνοντας πίσω του ωραίους απογόνους, τότε το τέλος των παλαιότερων εκείνων ειδών τέχνης μας φανερώνει έναν τέτοιο ιδεώδη κόσμο: Αποβιώνουν και βυθίζονται στην ανυπαρξία τη στιγμή που οι ωραιότεροι απ’ αυτούς απόγονοί τους ήδη αναδύονται με σφρίγος. Με τον θάνατο αντίθετα του ελληνικού μουσικού δράματος, προέκυψε ένα τεράστιο κενό, βαθιά αισθητό παντού.» (σελ. 83)
Ο Γερμανός φιλόλογος, ποιητής, μουσουργός, κριτικός τέχνης και ειδικός στη Λατινική και Ελληνική φιλολογία Friedrich Nietzsche (1844-1900) ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλόσοφους του 19ου αιώνα, το έργο του οποίου άσκησε βαθύτατη επιρροή στο δυτικό φιλοσοφικό πνεύμα και στη μοντέρνα διανοητική ιστορία. Σε ηλικία 24 ετών δίδαξε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Το 1879 παραιτείται λόγω προβλημάτων υγείας και στα επόμενα δέκα χρόνια συγγράφει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση από την οποία δεν συνήλθε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στον βίο του ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, την τέχνη, την ιστορία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, την επιστήμη, τη μουσική και την τραγωδία. Έντονα επηρεασμένος από τον Άρθουρ Σοπεγχάουερ, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και τον Γκαίτε, τα γραπτά του χαρακτηρίζονται από αφοριστικά και ειρωνικά στοιχεία, έντονη κριτική στο πολιτισμικό γίγνεσθαι και στις θρησκείες, καθώς και από την εξύψωση των αστείρευτων ικανοτήτων του ανθρώπου. Θεωρείται ίσως ως ο πιο πολυδιαβασμένος σύγχρονος φιλόσοφος από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Από την εργογραφία του, πέρα από το εν λόγω έργο, ξεχωρίζουν: «Η γέννηση της τραγωδίας», «Ανεπίκαιροι στοχασμοί», «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», «Πέρα από το καλό και το κακό», «Γενεαλογία της ηθικής», «Το λυκόφως των ειδώλων», «Ο Αντίχριστος, Ίδε ο άνθρωπος», «Η θέληση για δύναμη».
Στο πρώτο μέρος του έργου ο συγγραφέας αναλύει την τεράστια απόσταση που χωρίζει το αρχαίο μουσικό δράμα από τη σύγχρονη μορφή του θεάτρου. Πιο συγκεκριμένα μόνο η μεγάλη όπερα διατηρεί κάποια ψήγματα από την αρχαία τραγωδία, το καθολικό αυτό έργο τέχνης. Ο χορός, η επιβλητική αποστήθιση, η μέθη και η έκσταση, καθώς και όλα τα στοιχεία της αρχαιοελληνικής τραγωδίας που πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να συμπάσχει με τους πρωταγωνιστές, δεν απαντώνται στο σύγχρονο θέατρο, παρά μόνο αποσπασματικά και κατακερματισμένα.
Στο δεύτερο μέρος επισημαίνεται η βαθμιαία παρακμή και το τραγικό τέλος του αρχαίου μουσικού δράματος, με υπαίτιους τον σωκρατικό ορθολογισμό και κατά συνέπεια την ευριπίδεια αισθητική, καθώς και τις πλατωνικές θεωρήσεις περί τέχνης. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αναδεικνύεται η συσχέτιση του ελληνικού δράματος με το απολλώνιο και το διονύσιο στοιχείο, ενώ σε αυτά συνδράμει καταλυτικά η μουσική.
Επίσης, επισημαίνονται οι τρόποι εισβολής της διονυσιακής αισθητικής στο απολλώνιο μέτρο του ελληνικού πολιτισμού. Επιπροσθέτως, ο γόνιμος συνδυασμός και η διασταύρωση στοιχείων τόσο από την απολλώνια πλευρά όσο και από τη διονυσιακή, σηματοδοτούν, κατά τον συγγραφέα, τη γένεση της δραματουργίας. Το έργο ολοκληρώνεται με μία φιλοσοφική σύνοψη περί των θεμελιωδών στοιχείων, τα οποία συνθέτουν μια καινοφανή θεωρία για την τέχνη –με έμφαση στο μουσικό δράμα– και τη γλώσσα.
Τα τρία συγγράμματα αποτελούν τα πρώιμα κείμενα για το αρχαίο μουσικό δράμα, τα οποία προηγήθηκαν του φημισμένου έργου «Η γέννηση της τραγωδίας». Τα δύο πρώτα μέρη του φιλοσοφικού στοχασμού («Το ελληνικό μουσικό δράμα» και «Ο Σωκράτης και η τραγωδία») αντιστοιχούν σε δύο διαλέξεις που έδωσε ο συγγραφέας το 1870 στη Βασιλεία. Το τρίτο, «Η διονύσια κοσμοθεώρηση», είναι μία αυτοτελής πραγματεία που συντάχθηκε την ίδια χρονιά. Απαραίτητο βοήθημα για την ανάγνωση των κειμένων του συγγραφέα αποτελεί η κατατοπιστική εισαγωγή του επιμελητή της έκδοσης, Δημήτρη Υφαντή, ο οποίος αναφέρεται συνοπτικά τόσο στα κείμενα, όσο και στα περιεχόμενά τους. Επίσης, συστήνει στον αναγνώστη τα φιλοσοφικά θεμέλια των νιτσεϊκών θεωρήσεων περί του ελληνικού μουσικού δράματος, τις επιδράσεις από τον Καντ και τον Σοπεγχάουερ, και σκιαγραφεί την παρούσα ελληνική έκδοση των κειμένων, ενώ επεξηγεί τη χρήση ειδικών σημείων και τον μεταχαρακτηρισμό των ξένων ονομάτων.
Στην εξοικείωση και στην κατανόηση του απαιτητικού φιλοσοφικού αναγνώσματος, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει ο υπομνηματισμός με τις συχνές υποσελίδιες σημειώσεις και τα εκτενή και εμπεριστατωμένα σχόλια των μεταφραστών –του Υφαντή και της Μακρή– στο τέλος της έκδοσης. Το μεταφραστικό έργο ολοκληρώνεται με το γερμανοελληνικό γλωσσάριο και τη βιβλιογραφία του συγγραφέα στην οποία ο αναγνώστης μπορεί να εντρυφήσει πιο διεισδυτικά στον στοχασμό του συγγραφέα. Η πληθώρα διανοημάτων που εμπεριέχονται στα κείμενα, αν και ανήκουν στην εντατική προεργασία του συγγραφέα για το κύριο έργο του, «Η γέννηση της τραγωδίας», εντούτοις δρουν καθοριστικά στο σύνολο των νιτσεϊκών ιδεολογημάτων. Αν τέλος, επιζητήσουμε την αξία της μεταφυσικής ερμηνείας της εν λόγω πραγματείας, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο επιμελητής, μπορούμε να την εστιάσουμε στη δημιουργία και τη διαμόρφωση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, στις θεματικές που παραλείφθηκαν από το επερχόμενο και προαναφερόμενο κύριο έργο του, όπως επίσης και στις αποκλίνουσες έως και αντιφατικές κεντρικές θέσεις του συγγραφέα, συγκρινόμενες με εκείνες στο κύριο έργο του.