Ο W. G. Sebald γεννήθηκε στις 18 Μαΐου του 1944 στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στο χιτλερικό στρατό, αιχμαλωτίστηκε στη Γαλλία, ενώ στη δεκαετία του ’’50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ ΄όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ΄ όπου αποφοίτησε το 1968 με τη διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sternheim. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, διδάσκοντας σύγχρονη Γερμανική Λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο. Το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 2001.

Το λογοτεχνικό του έργο έχει αποκτήσει τεράστια απήχηση στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ αξιόλογο υπήρξε και το κριτικό του έργο πάνω στη γερμανόφωνη λογοτεχνία, καθώς και πάνω στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο.

Το βιβλίο του «Αίσθημα ιλίγγου» αποτελείται από τέσσερα πεζογραφήματα, στα οποία ο συγγραφέας συναντιέται με τον Σταντάλ, τον Κάφκα, τον Καζανόβα, τους οποίους θαυμάζει, ή έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του φαντάσματα. Ταξιδεύει στη Γερμανία και στην Ιταλία της παιδικής του ηλικίας. Το ένα συμβάν εναλλάσσεται με το άλλο σε γρήγορους ρυθμούς και το φανταστικό στοιχείο εμπλέκεται με το πραγματικό. Ο ένας τόπος εναλλάσσεται γρήγορα με τον άλλον και ο αναγνώστης θα πρέπει να επιστρέφει συχνά πίσω στις σελίδες για να συνδέει πρόσωπα και γεγονότα.

Ο συγγραφέας παλεύει με το πένθος και τις ενοχές που κληροδότησαν στο γερμανικό λαό τα εγκλήματα που διέπραξε ο χιτλερικός στρατός κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια κληρονομιά αβάσταχτη που δημιουργεί αισθήματα ιλίγγου. Η συναισθηματική παρόρμηση και η μελαγχολία καθορίζουν τον τρόπο γραφής του. Συνδυάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, ταξιδιωτικές διηγήσεις και φωτογραφικά τεκμήρια με τους βίους και τις εμπειρίες άλλων συγγραφέων. Ανακαλύπτει τη σχέση της δικής του μελαγχολίας με τη μελαγχολία των δύο κορυφαίων συγγραφέων, του Κάφκα και του Σταντάλ, και προτρέπει τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει σ΄ ένα ταξίδι ιλίγγου.

Ο λόγος του είναι μακροπερίοδος, λιτός και γρήγορος, ασθματικός. Δηλώνει την ανάγκη του να ξεφύγει από την πατρίδα του και το παρελθόν της που του φαίνεται ακατανόητο και βαρύ. Όμως οι προσπάθειές του είναι μάταιες. Καταλήγει στο ότι αισθήματα ιλίγγου εμφανίζονται όταν κάποιος  έχει απόλυτη συνείδηση του εαυτού του και δύσκολα αποβάλλονται. «Με το πέρασμα των χρόνων έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τώρα πια η ζωή ξεπηδάει απ’ αυτό το βουητό, το οποίο μας κυνηγάει και θα μας καταστρέψει σιγά σιγά, όπως και εμείς καταστρέφουμε ό,τι υπήρχε για πολύ καιρό πριν από εμάς».