«Αν πάντα περιμένεις το χειρότερο να συμβεί, μπορείς να εκπλαγείς μόνο ευχάριστα, της είπε όταν άρχισαν να βγαίνουν, και εκείνη του είπε: Αυτό είναι το πιο ηλίθιο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ μου. Μερικές φορές είναι ένα αστείο μεταξύ τους, η αμετακίνητη απαισιοδοξία του, αλλά όχι τώρα. Τώρα δικαιολογείται» (σελ. 60).

Η Τζιν Φίλιπς είναι Αμερικανίδα συγγραφέας από την Αλαμπάμα, βραβευμένη με το Barnes & Noble Discover Award το 2009 για το μυθιστόρημα της “The Well and the Mine”. Έκτοτε, έχει εκδώσει δύο ακόμη μυθιστορήματα και δύο παιδικά βιβλία. Το έργο της κυκλοφορεί πλέον σε 29 χώρες και το «Άγριο Βασίλειο» θα μεταφερθεί οσονούπω στη μεγάλη οθόνη από την Warner Bros.

Οι πρώτες της αναμνήσεις τη βρίσκουν να γράφει ιστορίες. Σπούδασε πολιτική δημοσιογραφία και αρθρογράφησε σε περιοδικά επί μία δεκαετία. Έζησε στην Ιρλανδία, την Ταϊλάνδη, τη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Σε απόσπασμα μιας συνέντευξής της στη ραδιοφωνική εκπομπή του αμερικανικού οργανισμού NPR, δήλωσε ότι εμπνεύστηκε τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής της με τον εξάχρονο γιο της στον ζωολογικό κήπο για πολλοστή φορά. Αναζητούσε μία δίοδο εξωτερίκευσης, έκφρασης και κυρίως εξερεύνησης της έννοιας της μητρότητας, σφυρηλατημένη, όμως, σε μία κατάσταση ζωής και θανάτου. Και συμπληρώνει ότι το να είσαι γονιός σημαίνει να ισορροπείς ανάμεσα στον φόβο και στη χαρά.

Η ιστορία ξεκινάει λίγο πριν από τις πέντε το απόγευμα στον ζωολογικό κήπο και τελειώνει λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ με τους τίτλους των κεφαλαίων που μεσολαβούν να μετρούν τον χρόνο ως ψηφιακό ρολόι. Η πολυταξιδεμένη σύζυγος και μητέρα Τζόαν και ο τετράχρονος γιος της, Λίνκολν, με τη ζωηρή φαντασία του, αφού ολοκλήρωσαν την ημερήσια επίσκεψή τους στο ζωολογικό πάρκο, και λίγο πριν αυτό κλείσει, ετοιμάζονται για την αποχώρησή τους, κατευθυνόμενοι προς την έξοδο. Αντί όμως να βρεθεί λίγο αργότερα στην αγκαλιά του πολυαγαπημένου συζύγου της, Πολ, και στην απόλαυση της οικογενειακής θαλπωρής, αναγκάζεται να σφίξει γερά τον Λίνκολν πάνω της και να τρέξει για να προστατεύσει τη ζωή της και κυρίως  τη ζωή του γιου της. Το ότι έχει επισκεφτεί πολλές φορές το συγκεκριμένο μέρος, ίσως τη βοηθήσει να προστατευτεί τόσο αυτή όσο και το παιδί της από τον κίνδυνο που καραδοκεί.

Στην ξέφρενη αυτή πορεία της, θα γνωρίσει την έφηβη Κέιλιν, την ηλικιωμένη παιδαγωγό Μάργκαρετ Πάουελ, και πρόσωπα που θα διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στις επιλογές της.

«Ξέρεις τι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Όντιν;

Ένα κατάστημα με μάτια; λέει η Τζόαν.

Ναι, στ’ αλήθεια. Επειδή τότε θα μπορούσε να μη φοράει την καλύπτρα ματιού.

Εκτός κι αν του αρέσει η καλύπτρα του.

Εκτός κι αν συμβαίνει αυτό, συμφωνεί ο Λίνκολν» (σελ. 13).

Ο αναγνώστης θα βρεθεί καθηλωμένος από τα διλήμματα και τις γρήγορες αποφάσεις που καλείται να πάρει η ηρωίδα σε πραγματικό χρόνο, συλλογιζόμενη, όχι μόνο τις συνέπειες για τον εαυτό της, αλλά και για το παιδί της. Σε κάθε σελίδα, αν καταφέρει να κάνει μία παύση, θα είναι μόνο διότι θα διερωτάται, πώς θα αντιδρούσε εκείνος αν βρισκόταν στη θέση της Τζόαν.

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, όχι γιατί η διάρκεια της πλοκής του είναι λίγο παραπάνω από τρεις ώρες, αλλά επειδή, απλά, είναι αδύνατο να διακόψεις την ανάγνωση για αργότερα. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της δηκτικής δομής του και των χαρακτηριστικών του, τα οποία διακατέχονται από καυστικότητα και δελεάζουν στο έπακρο το αναγνωστικό κοινό. Το «Άγριο Βασίλειο» είναι ένα υποβλητικό θρίλερ επιβίωσης με συναισθηματικό βάθος. Αλλά πάνω από όλα κατορθώνει και συλλαμβάνει όλες τις πτυχές της μητρότητας και της γονικής μέριμνας, από τις πιο συνηθισμένες έως τις πιο ιδιότροπες και μαγικές.

«Όλα τα πράγματα που νομίζουμε ότι είναι τόσο σημαντικά – τίποτε απ’ αυτά δεν έχει σημασία. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι αληθινό. Και ίσως είναι καλύτερα να σκάσεις τη φούσκα. Ίσως… Επειδή διαφορετικά είμαστε μόνο πρώτης τάξεως φούσκες που στάζουν πύον και αίμα, αλλά υποκρινόμαστε λες και είμαστε τίποτε αναθεματισμένοι μονόκεροι –συγχωρέστε με–, μονόκεροι ή νεράιδες ή κάτι τέτοιο, λες και είμαστε όμορφοι και μαγικοί, όμως είμαστε σακιά γεμάτα αέρα κοπανιστό» (σελ. 240).