Τον Περουβιανό Καίσαρα Βαγιέχο τον γνώριζα μέχρι τώρα ως έναν αγαπημένο «καταραμένο» ποιητή, με μια ζωή δύσκολη που έληξε πρόωρα. Στο «Άγριο παραμύθι», ένα σκοτεινό ψυχολογικό αφήγημα που εντάσσεται όμως και στη λογοτεχνία του φανταστικού, ανακάλυψα την εξίσου ποιητική του γραφή και στο πεζό κείμενο. Μυστηριώδης και αμφίσημη αυτή η νουβέλα, δημιουργεί από την πρώτη σελίδα ένα βαρύ κλίμα ανησυχίας την οποία ο συγγραφέας υποβάλλει αριστοτεχνικά στον αναγνώστη: το διαχρονικά και διαπολιτισμικά δυσοίωνο σπάσιμο του καθρέφτη, η παράξενη συμπεριφορά των ζώων, το άγριο ορεινό τοπίο των Άνδεων. Και σταδιακά η αόρατη απειλή υλοποιείται σχεδόν αναπόφευκτα…

Ο ήρωας της νουβέλας είναι ένας μιγάς χωρικός, νιόπαντρος και απόλυτα ικανοποιημένος από τις απλές χαρές της απλής ζωής του και τον έρωτα που μοιράζεται με τη γυναίκα του. Και στ’ αλήθεια είναι υπέροχος ο λυρικός τρόπος με τον οποίο ο Βαγιέχο αποδίδει τον καθημερινό μόχθο των δύο αυτών παιδιών της γης που δεμένα με την αγάπη τους, όλα γύρω τους ˗ακόμα και τα δύσκολα˗, με αγάπη τα βλέπουν. Όμως κάθε Εδέμ έχει ένα φίδι: ο ήρωας έκπληκτος αντικρίζει στον μοναδικό τους καθρέφτη, φευγαλέα αλλά καθαρά, ένα άγνωστο αντρικό πρόσωπο… Αιφνιδιάζεται, ο καθρέφτης πέφτει στο έδαφος και θρυμματίζεται ˗ και σαν να βρήκε την πύλη για να εισχωρήσει στον παράδεισό τους, το «φίδι» τη διασχίζει και αρχίζει μέρα με τη μέρα να μετατρέπει την ευτυχία σε δυστυχία, τον έρωτα σε καχυποψία και το μυαλό του ήρωα σε μια εσωτερική κόλαση: κάποιος ή κάτι τον παρακολουθεί, τον επιβουλεύεται, τον καταδιώκει…

Όπως κάθε φορά που διαβάζω έναν Λατινοαμερικανό συγγραφέα, από τους «αρχετυπικούς» Μπόρχες και Μαρκές και τον ανεπανάληπτο για μένα Χουάν Ρούλφο ώς εκείνους της νεότερης γενιάς, σχεδόν ξεχνώ την πλοκή και κατακλύζομαι από την ομορφιά και τη δύναμη της γραφής: είναι όλοι τους όχι τεχνίτες αλλά μάγοι της λογοτεχνίας. Κι ενώ με κουράζουν στα λογοτεχνικά κείμενα οι μακροσκελείς περιγραφές, βρίσκομαι δεμένη στα μάγια τους, επιθυμώντας να διαβάσω σελίδες επί σελίδων με εκείνες τις φιδογυριστές σαν ποτάμια και απολαυστικές στην κάθε τους λέξη, περιγραφές τους. Για του λόγου το αληθές, ένα μικρό δείγμα από το «Άγριο παραμύθι»:

«Εκείνη τη φωνή που κλείνει μέσα της χειμάρρους και που, κάτω από τα τοξωτά γεροφτιαγμένα γεφύρια από μαδέρια και λιθάρια πιο συμπαγή από κι από μάρμαρο, υπνωτίζει τα αιμοδιψή ερπετά με τα κοφτερά δόντια κατά τις μακρινές, νωθρές εκστρατείες τους στις ποταμιές και τα ήρεμα νερά, και γητεύει τις κιτρινόμαυρες αγριομέλισσες που περιπλανιούνται από μίσχο σε μίσχο».

Ο ανιμισμός των ιθαγενών (κληρονομιά όχι μόνο του ήρωα αλλά και του συγγραφέα) όπου οι θεότητες αλλά και άλλες μη ανθρώπινες οντότητες εκδηλώνονται μέσω των φυσικών δυνάμεων, συναντά σε αυτή τη νουβέλα τον γοτθικό ρομαντισμό και το κλασικό μοτίβο του «σωσία» (doppelganger). Παρά τα εμφανή μοτίβα, το αποτέλεσμα είναι αυθεντικό και μοιάζει να βγήκε από μια αρχαία μήτρα, εξ ου και ο τίτλος «άγριο», με την έννοια του αρχέγονου αλλά και του μη εξημερωμένου από τον πολιτισμό.

Το εξαιρετικό και εκτενές επίμετρο της Δήμητρας Παπαβασιλείου ολοκληρώνει την έκδοση και προσφέρει υλικό, πληροφορίες και «οδοδείκτες» για εκείνους που επιθυμούν να εμβαθύνουν στο έργο του Βαγιέχο.