Ο μοριακός πόλεμος των πόλεων
Τα «Άγρια Παιδιά» αρχίζουν με αίμα και τελειώνουν με αίμα. Στο ενδιάμεσο, οι φλέβες υποδέχονται την ταγκή μυρωδιά του αλλόκοτου μίσους, της απόγνωσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Στο τέλος, ωστόσο, το αίμα παύει να έχει την ίδια σύσταση. Εμφανίζεται αλλοιωμένο, σχεδόν μεταλλικό.
Ο Στίβεν Κέλμαν εκκινεί –ουσιαστικά-, το θέμα του από τα πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν το Λονδίνο το καλοκαίρι του 2011. Μάχες σώμα με σώμα ανάμεσα σε παιδαρέλια και αστυνομικούς, το Λονδίνο να φλέγεται και να κραυγάζει για το αδιέξοδό στο οποίο έχει περιπέσει.
Μόνο που ο Κέλμαν λαμβάνει μια καίρια απόφαση. Βγάζει εκτός κάδρου τους ενήλικες και δίνει το λόγο σε έναν εντεκάχρονο που δεν είναι καν Βρετανός. Αφήνει τον Χάρι Οπόκου από την Γκάνα να μιλήσει για όσα είδε, βίωσε και αισθάνθηκε. Για όσα, τελικά, χρειάστηκε να θυσιάσει για να φτάσει σε μια σπάνια στιγμή αυτεπίγνωσης. Τον αφήνει να κυλιστεί στα λασπόνερα της βίας και ουσιαστικά να πνιγεί μέσα σε αυτά. Τη στιγμή μάλιστα που έχει συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο της οργής.
Τα «Άγρια Παιδιά» είναι ένα πικρό σχόλιο πάνω στην ενδημική βία των μεγαλουπόλεων. Ομάδες εναντίον ομάδων, συμμορίες αρματωμένες μπρος σε έναν απηνή πόλεμο δίχως ηθικούς φραγμούς. Ο Γερμανός συγγραφέας και διανοητής, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, αρκετά χρόνια πριν από το φαινόμενο της αστικής βίας πάρει αυτού του είδους την πάνδημη μορφή, το είχε χαρακτηρίσει ως «μοριακό πόλεμο».
Τίποτα περισσότερο από μια καθημερινή μάχη επιβίωσης, ένταξης και μύησης σε μια υπο-ομάδα, που προσπαθεί να μπει στο… μάτι της κοινωνίας. Ο αποκλεισμένος εξεγείρεται τυφλά και αδιέξοδα.
Το βιβλίο ξεκινάει με το φόνο ενός παιδιού. Ο μικρός Χάρι αποφασίζει να διαλευκάνει το έγκλημα, αυτός που σκοτώθηκε ήταν φίλος του, ελπίζει πως έτσι θα μπορέσει να τον «επαναφέρει» στη ζωή.
Τίποτα, όμως, δεν είναι όπως φαίνεται. Με φωνή ασθματική (έχεις την αίσθηση ενός μόνιμου τρεχαλητού, καθώς διαβάζεις τις σκέψεις του παιδιού), με γλώσσα που μαζεύει «σκουπίδια» από παντού για να εκφραστεί, ο Οπόκου, εισδύει στον κόσμο των συμμοριών. Φλερτάρει μαζί τους, επιθυμεί να γίνει κομμάτι τους για να αισθανθεί ακέραιος.
Φτάνει στο σημείο να πάρει μέρος ακόμη και σε «επιχειρήσεις», μόνο και μόνο για να γίνει αποδεκτός.
Εκ φύσεως εύστροφος, αφοπλιστικά αθώος και φιλοπερίεργος, ο Χάρι, κάνει τη δική του αντίσταση και αποφασίζει πως είναι ταγμένος στην εξιχνίαση του εγκλήματος και όχι στη «δημιουργία» κι άλλων. Όποιος, όμως, αποφασίζει να βγει εκτός κύκλου, το πληρώνει και μάλιστα με «σκληρό» νόμισμα.
Το βιβλίο ακολουθεί τις αβαρείς σκέψεις ενός πιτσιρικά μετανάστη. Υπάρχουν στιγμές που απογειώνεται και άλλες που σε αφήνει με μια απορία για το «σχέδιο» του Κέλμαν. Επί παραδείγματι, το εύρημα με τους μονολόγους ενός περιστεριού (αλλά και οι κατασκευασμένοι διάλογοι του πουλιού με το παιδί), ενδεχομένως να μην προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στην ανέλιξη της ιστορίας. Εν συνόλω, πάντως, ο 36χρονος Κέλμαν με το πρώτο του βιβλίο, μπήκε για τα καλά στη βασική αρτηρία της μεγάλης λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα «Άγρια Παιδιά» βρέθηκαν στη short list των βραβείων Μπούκερ για το 2011.
Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (στο τέλος του βιβλίου γράφει κι ένα αρκετά εμβριθές και αναλυτικό επίμετρο γύρω από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννιούνται τα «άγρια παιδιά» των πόλεων) βοηθάει στην ανάγνωση. Αρκεί να αναλογιστούμε τους ιδιωματισμούς που παρελαύνουν από το βιβλίο και θα καταλάβουμε πόσο δύσκολο ήταν το έργο της.