Ξεκινώντας διαβάζουμε:
Έργα του ίδιου:
ΠΟΙΗΣΗ
Ροζ σκηνικά, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1987
Τα ποιήματα μιας αρσενικής πόρνης, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1988
Η αγρότισσα και άλλα ποιήματα, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1992
Η καρδιά των δρόμων, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 1995
Η αναζήτηση της ομορφιάς, Εκδόσεις Τα τραμάκια, 1998
Θερινό τετράδιο, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2010
Το φόρεμα που αλλάζει, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2015.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1988
Να βάλεις την ομορφιά στο σπίτι σου, να ησυχάσεις, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1990
Τα φώτα της Λεμονιάς, Εκδόσεις Βαλεντίνη, 1993
Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο, β΄ έκδοση αναθεωρημένη,
Εκδόσεις Οδός Πανός, 1999
Υπόκλιση στον πειρασμό, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2014.
Ο ποιητής-συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να δηλώσει ευθύς-εξαρχής εγγράφως:
«Το μυθιστόρημα δεν αναφέρεται σε αληθινά πρόσωπα και δεν είναι
αυτοβιογραφικό. Είναι προϊόν μυθοπλασίας.»
Προτάσσονται τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Ι. Ένας άλλος «δούναβης»……………………………………………………… 11
- Το δηλητήριο που θα μπορούσε να θεωρηθεί και άγγελος……….. 58
III. Κοριτσόκοσμος…………………………………………………………………. 77
ΙV. Μάτια από φως, μάτια από σκοτάδι……………………………………. 111
- Δίχτυ αράχνης………………………………………………………………….. 157
- Ένα τέλος που συνέχεια αναιρείται………………………………………199
VII. Κατάσαρκο βίωμα……………………………………………………………. 217
VIII. Βασκανία, ξόρκια……………………………………………………………. 238
ΙΧ. Περιδίνηση……………………………………………………………………… 271
Χ. Εκδρομή στα λουτρά Πόζαρ……………………………………………….. 298
ΧΙ. Δύο εκδοχές του τέλους…………………………………………………….. 329
Και τώρα, αφήνοντας κατά μέρος τους τύπους, ας περάσουμε στην ουσία! Ας εξετάσουμε προσεκτικά το motto που επιλέγει να προτάξει ο συγγραφέας σε αυτόν τον τόμο, γιατί προδίδει και δηλώνει ξεκάθαρα τις συγγραφικές προθέσεις και τη συγκεκριμένη οπτική του γωνία:
Η βία του ενός προβάλλεται στη βία του άλλου: πρόκειται από
κάθε πλευρά για μία εσωτερική τάση που αναγκάζει να είσαι
εκτός εαυτού (έξω από την ατομική συνέχεια). Η συνάντηση
συμβαίνει σε δύο όντα που, πιο αργά στο θηλυκό, συχνά όμως
με κεραυνοβόλο τρόπο στο αρσενικό, η σεξουαλική πληθώρα τα
προβάλλει εκτός εαυτού.
Ζωρζ Μπατάιγ.
Μάλιστα. Τώρα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και περιμένουμε να αρχίσουμε με ενδιαφέρον την επιμελή ανάγνωση-περιδιάβασή μας στο προσωπικό σύμπαν ενός αυθεντικού νέου δημιουργού, συγχρόνου μας.
Αλλά βεβαίως, ως αιρετικοί απρόβλεπτοι αλλά όχι απαραιτήτως κι απροσάρμοστοι αναγνώστες, θα αρχίσουμε την ανατομία ενός τυπωμένου μυθιστορήματος από το τέλος!
ΧΙ
Δύο εκδοχές του τέλους
Το τέλος, το οριστικό τέλος, ήθελε ο Μιχάλης ο ίδιος να
το σκηνοθετήσει, να το ενορχηστρώσει, για να τον εκφρά-
ζει, να δίνει μια ρομαντική διάσταση σε αυτό που έζησε,
ένα τέλος που να τον δικαιώνει. Αυτό άλλωστε έκανε τόσο
καιρό, η Ουρανία και η Αναστασία και η Μιράντα έμοιαζαν
με ηθοποιούς κι εκείνος με σκηνοθέτη που τις καθοδηγούσε
για να δοθεί ένα τέλος στην ιστορία του με τη Βέρα κατά
τον τρόπο που ήθελε ο ίδιος. Θα ήταν μια από τις τελευ-
ταίες μέρες του καλοκαιριού, στα τέλη Σεπτεμβρίου, με το
μετεωρολογικό δελτίο να ενημερώνει πως σήμερα και αύ-
ριο θα είναι οι τελευταίες ζέστες, ένα βαρομετρικό χαμηλό
έρχεται από βόρεια και θα ρίξει απότομα τη θερμοκρασία
και θα διώξει το καλοκαίρι. Θα περπατά με την Αναστασία
στην αγορά, θα διασταυρώνεται με τη Βέρα που συνοδεύ-
εται από έναν άντρα κι ύστερα θα ξεκινά ένα περίεργο
δρώμενο, αντιπροσωπευτικό της ψυχοσύνθεσης του Μιχάλη
Αναστασιάδη. Ο Μιχάλης θα αποχαιρετά την Αναστασία,
θα πηγαίνει στο σπίτι όπου θα βλέπει στο απέναντι διαμέ-
ρισμα την Ουρανία στη γνωστή της χορογραφία, ένα προοί-
μιο της νυχτερινής εξόδου, να φορά ένα μπεζ σορτσάκι, μια
ωραία πολύχρωμη κοντομάνικη μπλούζα, μακριά σκουλαρί-
κια, μια αλυσίδα στο αριστερό πόδι, κομψά αρχαιοελληνικά
σανδάλια. Έπειτα ο Μιχάλης να στέλνει μήνυμα στη Μιρά-
ντα, εκείνη να δέχεται και να πηγαίνουν μαζί στον “δούνα-
βη”. Η Μιράντα να βγάζει τα αθλητικό της παπούτσι, την
(σελ. 330)
κάλτσα και να πλατσουρίζει το γυμνό της πόδι στο κρυ-
στάλλινο σκοτεινό νερό του μικρού ποταμού κι ο Μιχάλης
να ψιθυρίζει πως έκανε την ιδανική αντιστοίχιση ανάμεσα
σε δύο ζευγάρια υποδήματα, όπως τα είχε καταφέρει το
περσινό καλοκαίρι στην πλαζ. Ανακήρυσσε βασίλισσα της
καρδιάς του τη Μιράντα που φορούσε το λάθος παπούτσι.
Παράλληλα η Βέρα, φανερά ενοχλημένη, θυμωμένη, φουρ-
τουνιασμένη να πηγαίνει σπίτι της, να νιώθει ότι κάτι την
πνίγει, μια αποτρόπαια εικόνα να την κυριεύει, μια υποψία
ανυπόφορη, να βγαίνει από το σπίτι, να μπαίνει στο δικό
της αμάξι και να πηγαίνει μόνη της στον “δούναβη”. Εκεί
να βλέπει μέσα στις φυλλωσιές τη σκιά του Μιχάλη και τη
σκιά μιας κοπέλας που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κι υπέ-
θετε ότι θα είναι εκείνη η κοπέλα που είδε το απόγευμα.
Ο Μιχάλης να βλέπει τα φώτα του αυτοκινήτου που τον
τύφλωσαν να κάνουν μεταβολή, χωρίς να αναγνωρίζει την
ταυτότητα του απρόσκλητου επισκέπτη. Καθησυχάζει τη
Μιράντα λέγοντας πως πρέπει να είναι κάποιο ζευγαράκι
που είδε τη θέση κατειλημμένη κι έφυγε. Η Μιράντα να τον
πιστεύει και να μη δείχνει να ανησυχεί. Η Βέρα τώρα ανά-
στατη οδηγεί με κατεύθυνση το σπίτι του Μιχάλη. Ήθελε να
χτυπήσει την πόρτα, να ανοίξει η μάνα του και η ίδια να τα
ξεράσει όλα και να της πει ότι την κορόιδεψε ο γιος της, ότι
εκείνη τον αγάπησε κι ας μη ήθελε να το παραδεχθεί ούτε
στον ίδιο τον εαυτό της, ότι αρνούνταν να αφεθεί και να τον
αγαπήσει ολοκληρωτικά γιατί φοβόταν ότι θα πληγωθεί,
γιατί ένιωθε ότι ο Μιχάλης ήθελε απλά να τη γλεντά και
τίποτα παραπάνω. Η Βέρα, κάτω από το βάρος της οργής
και της ζήλιας, επιτέλους θα παραδεχόταν ότι όλα δεν ήταν
μόνο σεξ, όλα ήταν έλξη και αγάπη μαζί, όλα ήταν βαθιά
αγάπη. Η Βέρα θα πίεζε τον εαυτό της να χτυπήσει το κου-
δούνι και τελευταία στιγμή θα μετάνιωνε, όχι δεν μπορούσε
να το κάνει αυτό, να βλέπει μπροστά της τα καλοσυνάτα
και πονεμένα μάτια μιας γριάς γυναίκας που θα θύμιζε
τη δική της μάνα, όχι, δεν μπορούσε να κατασπαράξει ένα
(σελ. 331)
ανυπεράσπιστο πλάσμα. Η Βέρα θα έφευγε άπραγη, ενώ
ο Μιχάλης θα γύριζε τη Μιράντα στο σπίτι της και μόνος
του πια θα πήγαινε σπίτι, θα έβλεπε αν είναι καλά η μάνα
του, η κυρία Τάνυα τέτοια ώρα θα κοιμόταν στο δικό της
δωμάτιο, θα ένιωθε τώρα ένα πνίξιμο μέσα του και θα επέ-
στρεφε μόνος του στον “δούναβη”, θα κοιτούσε το νερό στο
ποτάμι, θα άκουγε το κελάρυσμά του, θα βούρκωνε, θα
έκλαιγε. Εκεί θα τελείωνε η ιστορία, με τον τρόπο που θα
ήθελε ο Μιχάλης.
Αυτό το σενάριο όμως ήταν μόνο σενάριο του μυαλού.
Ο χρόνος κυλούσε και δε συνέβαινε τίποτα. Είχαν περάσει
μήνες, παγωμένος Δεκέμβριος κι η Βέρα επανεμφανίστηκε,
μετά από τρεις μήνες ακριβώς. Τον προσκαλούσε βράδυ
για ποτό. Κι εκεί αφέθηκε σε έναν μονόλογο γεμάτο αντι-
φάσεις. Είχε έναν κυνισμό που ξεπερνούσε τα όρια, που
άγγιζε τα όρια του κανιβαλισμού. Τον βαθμολόγησε για τις
ερωτικές του επιδόσεις. Του έβαλε άριστα. Τον χαρακτή-
ρισε τέλειο εραστή. Κι αμέσως μετά του ζήτησε συγγνώμη
που τον εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά. Κι έπειτα τον ρώτησε
πώς θα αντιδράσει αν πάει με άλλον άντρα και παράλληλα
είπε πως δεν είναι καθόλου κακό να πάει και με άλλον. Κι
εκείνος είπε ότι αν τον ξαναπροσκαλέσει για έρωτα, θα τη
ρωτήσει πρώτα αν πήγε με άλλον. Κι έπειτα “Μιχάλη, είσαι
πλέον έξω από το παιχνίδι και δεν πρόκειται να ξαναμπείς,
εκτός κι αν στο μέλλον βάλω ακόμα πιο σκληρούς όρους”.
Κι έπειτα τον ρώτησε “αν θέλει ακόμα να τη γαμάει” κι
“αν του σηκώνεται όταν τη βλέπει μπροστά του”. Κι έπειτα
“είμαι μόνη, δεν ξέρεις πως έρχονται ώρες που νιώθω πολύ
μόνη”. Κι έπειτα του επανέλαβε “τέλος”.
Ήταν το απόγειο της σκληρότητας, το πιο σουρεάλ ποίη-
μα. Κι ύστερα από μια εβδομάδα, η Βέρα επανεμφανίζεται
με νυχτερινό μήνυμα και του λέει πως της έχει λείψει, πως
δε θέλει να το παραδεχθεί ούτε στον εαυτό της ότι της έχει
λείψει τόσο πολύ.
(σελ. 332)
Σε έναν καφέ η Βέρα άφηνε πάλι υπονοούμενα για κά-
ποιον άλλον άντρα. Από τα υπονοούμενα που άφηνε, διέ-
κρινε ο Μιχάλης το στοιχείο της σύγκρισης με τις ερωτικές
επιδόσεις ενός άλλου άντρα. Η Βέρα μάλιστα είπε πως
εκείνο που της αρέσει στον Μιχάλη την ώρα του σεξ εί-
ναι ο λυγμός που βγάζει. Ο Μιχάλης παρίστανε τον άνετο.
“Κανένας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός”, έλεγε ο Μιχάλης
και πρόσθετε “ο άλλος είναι ιδιοκτησία σου όση ώρα σού
κάνει τη χάρη να είναι μαζί σου”. Κι έπειτα ο Μιχάλης “ο
άνθρωπος είναι πολυγαμικό ον αλλά την απιστία το 90%
των ανθρώπων δεν μπορεί να τη συγχωρήσει”. Κι έπειτα
φεύγοντας “αν έχεις πάει με άλλον, να μου το πεις, θα με
βοηθήσεις”. “Γιατί θα σε βοηθήσει;” ρωτά η Βέρα. “Γιατί θα
με βοηθήσεις να ωριμάσω”, επιμένει ο Μιχάλης.
Κι ύστερα από δυο νύχτες τον προσκαλεί αναπάντεχα
να πάνε στην ερωτική φωλιά τους. Του ρίχνεται η ίδια με
πάθος, ίσως για πρώτη φορά είναι τόσο επιθετική. Κάνουν
έρωτα όπως παλιά. Ο Μιχάλης δεν τη ρωτά, το θεωρεί αγέ-
νεια να τη ρωτήσει. Για να του κάνει τέτοια ερωτική επίθε-
ση, σημαίνει ότι ακόμα είναι μαζί του. Κι όταν τελειώνουν,
τότε τη ρωτάει κι εκείνη λέει πως την ενοχλούν τέτοιες
ερωτήσεις. Κι ο Μιχάλης επιμένει λέγοντας πως θα έπρεπε
να μιλήσει, γιατί είναι επικίνδυνο και για την υγεία. Δεν
είναι μόνο θέμα δικό της αλλά και δικό του. Κι ο Μιχάλης
επέμενε στο θέμα της επικινδυνότητας κι όσο επέμενε δεν
έβρισκε αντιστάσεις παρά μόνο σιωπή, μια σιωπηλή απο-
δοχή, μια ήπια αποδοχή πως υπάρχει ένας άλλος άντρας,
το έλεγε ή μάλλον δεν το αρνούνταν ότι κάνει σεξ πλέον με
άλλον άντρα, το παραδεχόταν και με λέξεις όσο κυλούσε ο
χρόνος, τώρα έσκυβε στην αγκαλιά του γιατί έλεγε δε θέλει
να νιώθει μόνη, ζητούσε στοργή, ο Μιχάλης την άφηνε στην
αγκαλιά του αλλά ήταν παγωμένος. “Γιατί Βέρα, γιατί;
Αφού σου είπα να μου το πεις”, μουρμούριζε ο Μιχάλης. Κι
εκείνη “καλά βρε Μιχάλη, στη ζωή σου μόνο με μια γυναίκα
πήγες;” Είχε πάρει επιτέλους την απάντηση που ζητούσε,
(σελ. 333)
με τον τρόπο όμως που ήθελε η Βέρα, όχι αναίμακτα, αλλά
με σεξ, ένα σεξ επικίνδυνο που αφέθηκε ο Μιχάλης να κά-
νει και που αν δεν έκανε, η Βέρα δε θα του έλεγε τίποτα.
Αυτά που δεν έπρεπε να ομολογήσει, τα ομολόγησε η Βέρα,
γιατί ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσει. Εγκατέλειπαν τη
φωλιά τους κι η Βέρα έλεγε πως φοβάται το μετά κι ο
Μιχάλης βουρκωμένος ψέλλισε πως δεν υπάρχει λόγος να
φοβάται το μετά αφού “δε θα υπάρχει μετά”. “Μπορείς να
μου πεις ποιος είναι;”, επιμένει ο Μιχάλης αλλά η Βέρα
παραμένει σιωπηλή. Επέμεινε ο Μιχάλης να μάθει την ταυ-
τότητα του νέου εραστή αλλά η Βέρα δεν ενέδιδε, έδειχνε
η ίδια να αναρωτιέται το μέγεθος του λάθους που θα έκα-
νε αν αποκάλυπτε το όνομα. Κι όπως απομακρύνονταν με
το αυτοκίνητο, τη ρωτούσε κάτι που δε θυμάται και που
αφορούσε μια γενική ανακεφαλαίωση της σχέσης τους κι η
Βέρα είπε “τίποτα”. “Ακριβώς αυτό”, είπε ο Μιχάλης, “τί-
ποτα”. Την άφησε στο σημείο που συνήθως την άφηνε. Δεν
την περίμενε όμως να τη δει να μπαίνει στο σπίτι. Δεν ήταν
πια ο προστάτης άγγελός της. Δεν αντάλλαξαν νυχτερινά
μηνύματα. Τίποτα. Τέλος. Πήγε έπειτα σπίτι του και έκανε
μπάνιο, πλενόταν με την ώρα, σα μια γυναίκα που μόλις
υπέστη βιασμό και προσπαθεί με τις ριπές του νερού να
διώξει το τραύμα από πάνω της. Αλλά κι αυτό λάθος είναι
και άδικο για τη Βέρα. Το συνειδητοποιεί αυτό ο Μιχάλης
όσο κυλά η ώρα. Παραδεχόταν μέσα του πως δεν πρέπει
να φορτώνει όλα τα λάθη στη Βέρα, γιατί κι ο ίδιος κάνει
σεξ με άλλη γυναίκα. Την ίδια νύχτα στέλνει διερευνητικό
μήνυμα στην Αναστασία, με λέξεις κωδικές για να μη δημι-
ουργήσουν υποψίες στον σύντροφό της, σε περίπτωση που
είναι μαζί της. Εκείνη δεν απάντησε. Ήταν μιάμιση η ώρα
τη νύχτα. Στο πάρκο δεν είχε καμία όρεξη να πάει, με τη
Μιράντα δεν είχε στην ουσία καταφέρει τίποτα, του έμενε
μόνο η γλυκιά γεύση στο στόμα από την προφορά αυτού
του υπέροχου ονόματος “Μιράντα”, “Μιράντα”, “Μιράντα”.
Κοίταξε από το παράθυρο το μπαλκόνι της φοιτήτριας.
(σελ. 334_ ΤΕΛΟΣ)…
Αυτό το κάνω συχνά στα μυθιστορήματα για να αποφύγω την αγωνία του «διά ταύτα», αν τύχει και παρασυρθώ στα βαθιά νερά της ύπαρξης και βουλιάξω κι αναγκαστώ να γυρίσω στην ακτή χωρίς σωσίβιο, χωρίς μπουκάλες, δίχως οξυγόνο, εξόν αυτό που χωράνε τα πνευμόνια μου, αυτοδύτης φρικτός στα κείμενα και στις ανασκαφές των άλλων.
Εδώ η θεματολογία είναι σαφής: πρόκειται για τη γνωστή θολούρα και σύγχυση των σύγχρονων νέων (ή ακόμα ερωτικά μαχίμων) που αλλάζουν συντρόφους πιο συχνά από …πουκάμισα (για να μην πω «εσώρουχα» και καταστώ χυδαίος).
Ο μονοπρόσωπος, πρωτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής νιώθει την ανάγκη να φτιάχνει σενάρια προκειμένου να μην χάσει τον υποτιθέμενο έλεγχο της ερωτικής του ζωής (αν υποθέσουμε ότι νόμιζε κάποτε ότι τον είχε). Θέματα υγιεινής εντοπίζονται περισσότερο στις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες αρρώστιες μάλλον παρά στα ψυχικά νοσήματα και στις νοητικές διαταραχές. Αποτέλεσμα, παρενέργεια και παράπλευρη απώλεια του τεχνολογικού υλιστικού πολιτισμού μας.
Ωραία τώρα, αφού διατυπώσαμε τις διαγνώσεις μας, ας πάρουμε τα πράγματα (και την ανάγνωση) …από την αρχή. Ποιητική γραφή με κινηματογραφικές ταχύτητες και τηλεοπτικές επιδιώξεις. Φράσεις κοφτές, σαν διαφημιστικό μήνυμα, εικόνες συνεργατικές, αλληλοσυμπληρούμενες κι αντιφατικές, σχηματίζουν το (υποκειμενικό) μωσαϊκό μιας μεταμοντέρνας αναγνώσεως-συνδημιουργίας. Πομπός και δέκτης διαδρούν έστω και σ’ έναν χαλαρώς ανεπτυγμένον χωροχρόνο, χωρίς να προϋποτίθεται η συνάντησή τους ή η ταυτόχρονη παρουσία τους στον ίδιο χώρο (ούτε καν μέσω …Skype). Η τυπωμένη, κρυμμένη και φανερωμένη λέξη γίνεται το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός συνεπτυγμένου κώδικα με άλλον κάθε φορά τρόπο. Η απόλυτη διαδραστικότητα μιας αδιόρατης ανάδρασης (feedback). Ενδιάμεσα, μπορούμε να σερφάρουμε στο ίντερνετ, να απαντήσουμε σε κλήσεις στο κινητό, να στείλουμε μηνύματα, να συγγράψουμε το δικό μας προσωπικό κολάζ για να ξεφύγουμε από την καταπιεστική πλημμυρίδα του σύγχρονου κόσμου. Επιμένω στον τρόπο που διαβάζουμε γιατί κάτι τέτοιο είναι αναπόσπαστο (κι ανυπόστατο ίσως) μέρος της κριτικής που διατυπώνουμε αφού οι παμπάλαιοι «κανόνες», οι «νόρμες» κι οι κάθε είδους κανονικότητες έχουν προ πολλού εκπέσει στον ανακυκλωτήρα της Ιστορίας (των Ιδεών, του Πολιτισμού, αλλά ουχί απαραιτήτως και της …Λογοτεχνίας – κεκρυμμένη ειρωνεία κι αδιόρατος σαρκασμός, απροκάλυπτος ωστόσο!).
Η εποχή μας είναι γρήγορη. Απαιτεί μικρές φόρμες. Αφήγηση είναι ό,τι χωράει σε 500-700 λέξεις. Όσο περίπου η χωρητικότητα μιας ανάρτησης στο facebook πολύ πέρα από τις κειμενικές δυνατότητες ενός σημερινού sms. Ποίηση και πεζογραφία συμφύρονται σε ένα άλλο είδος, υβριδικό και πολυκέφαλο, σαν τη Λερναία Ύδρα!!! Τώρα όλα μας τα πάθη γίνονται ταχυδράματα στον ολοένα κι επιταχυνόμενο κατήφορο της Κρίσης (που είναι διεθνής και πολιτισμική). Τώρα δεν έχει τόσο σημασία «τι θέλει να πει ο ποιητής» όσο τι θέλουμε να πούμε εμείς προβάλλοντας τις απόψεις μας στη λευκή οθόνη της τυπωμένης σελίδας ενός συγγραφέα… Γρήγορη εποχή και χωρίς νόημα. Το Παρ-άλογο και το Α-νόητο έχει προ πολλού αυξήσει την εντροπία του συστήματος μέχρι να επιτευχθεί το απόλυτον Χάος, το οποίο θα αυτό-εξισορροπηθεί σε μια καινούργια αποκρυσταλλωμένη Τάξη που θα γεννήσει τις καινούργιες μορφές και δι’ αυτών τις όποιες νόρμες ή κανονικότητες. Μάλιστα…
Διαβάζω λοιπόν το μυθιστόρημα σε ηλεκτρονική μορφή, αν και η ηλικία μου, τα κουρασμένα μου μάτια, το προχωρημένο της ώρας και η καθυστερημένη πτήση δεν συνηγορούν υπέρ αυτού…
Το καλό με την ηλεκτρονική ανάγνωση είναι ό,τι και με τη γραφή: copy-paste. Έτσι συντίθεται καλύτερα το μετά το μεταμοντέρνο, υπέρ-νεωτερικό πρόσκαιρο μωσαϊκό του κόσμου (σαν ιριδισμοί στην επιφάνεια μιας πομφόλυγας-σαπουνόφουσκας που είναι καταδικασμένη να σκάσει σε λίγο και να αφανιστεί)… Πάμε λοιπόν. Εκφάνσεις του ορατού. Words-words-words, όπως θα έλεγε ο σαιξπηρικός Άμλετ. Αν όμως ψάξεις με υπομονή, αγάπη, τρυφερότητα κι επιμονή θ’ ακούσεις να ριγεί η κοιλιά του εμβρύου Μέλλοντος στην κοιλιά της Γης που βαρυγκομάει από την τόση δενδροκτόνο αλαζονεία μας.
Εν αρχή ην ο Λόγος;
Ένας άλλος «δούναβης»
Θα ήθελε σήμερα, έστω για μια νύχτα, να χαρεί τη θαλπω-
ρή του σπιτιού, τις ήρεμες ώρες της σαλοκουζίνας, τη γλυ-
κιά φλοκάτη της τηλεόρασης. Εδώ και τρεις μήνες, μονίμως
με ένα ηλεκτρικό καλώδιο πάνω του, μόλις νυχτώνει, ένα
είδος αντίστροφης μέτρησης, το ραντεβού που επίκειται,
πάντα με το χαρακτήρα της ανατροπής, της έκπληξης. Και
να, πάλι το αναπάντεχο μήνυμα στο κινητό ήρθε. “Θα βρε-
θώ με την Έλενα το βράδυ στο σπίτι της, να δούμε μαζί μια
ταινία. Όμως μόλις τελειώσει το έργο, θα προσπαθήσω να
φύγω γρήγορα, και τότε θα στείλω μήνυμα… οκ;”
Κι ο Μιχάλης Αναστασιάδης ήταν σχεδόν σίγουρος ότι… (σελ. 11).
Ακολουθεί η κλασική exposition (η «έκθεση» προσώπων και γεγονότων και πραγμάτων προκειμένου να στηθεί το «σκηνικό» του δράματος). Εδώ, αντίθετα από το τελευταίο κεφάλαιο, ο αφηγητής είναι τριτοπρόσωπος και «παντογνώστης» σαν κάμερα σε μάτι μύγας που ζουζουνίζει παντού απρόσκλητη.
Η πλοκή δεν αργεί να ξετυλιχτεί με φρενιτικούς, σχεδόν παραληρηματικούς ρυθμούς:
Η ερωτική τους κορύφωση σπαρακτική, βέβηλη, ανίερη.
Μια κλιμακωτή κραυγή που μοιάζει να ρουφιέται αυτόματα
από το σφουγγάρι της νύχτας, λες κι η ίδια η φύση γεμάτη
ντροπή βιάζεται να την κρύψει, να την απαλύνει, να σβήσει
τη βιαιότητα των σπασμών, τη στριγκλιά που τρομάζει.
Ακολούθησε ένας μεθεόρτιος κύκλος τρυφερότητας, μια
μεγάλη αγκαλιά που τους χωρούσε και τους δύο, ένα υγρό
γλίστρημα του ενός κορμιού στο άλλο, κι έπειτα τα δύο
σώματα συνέλεγαν τα ρούχα και τα φορούσαν κι έπειτα… (σελ. 16).
Ένα “ich drama” («δράμα του εγώ»): το υποκείμενο διεκτραγωδεί την υπαρξιακή μοναξιά του. Η μόνωσή του είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι οι άλλοι δεν υπάρχουν παρά ως είδωλα, φάσματα, ηλεκτρονικές φιγούρες, ανίκανες μεν να εξυπηρετήσουν καθολικώς σωματικές-ψυχικές-πνευματικές ανάγκες ταυτοχρόνως, ικανότατες δε να ρίξουν καύσιμο στην πυρκαγιά της υπαρξιακής αγωνίας του σπαρασσόμενου από αναπάντητα ερωτήματα ατόμου…
Και πάμε πάρα κάτω (πολύ πιο κάτω, στη σελίδα 111, στο κεφάλαιο):
ΙV
Μάτια από φως, μάτια από σκοτάδι
Την άλλη μέρα ο Μιχάλης θα επέστρεφε στον τόπο της
παραθέρισης. Είχε φύγει από το σπίτι της Βέρας πολύ νω-
ρίς το πρωί, καθώς η Βέρα θα πήγαινε για δουλειά στην
κλινική. Ετοίμασε τις βαλίτσες στο δικό του σπίτι βιαστικά
και βρέθηκε πάνω στο λεωφορείο. Οι ηλιόλουστες εικόνες
από το παράθυρο του λεωφορείου ντύνονταν με τις νωπές
αισθήσεις από το κορμί της Βέρας, την εικόνα της να περι-
φέρεται χωρίς ρούχα στο σπίτι, την υποταγή της στα χάδια
του Μιχάλη. Κι έπειτα έρχονταν στη μνήμη σποραδικά κά-
ποιες φράσεις της, κυρίως οι υπαινιγμοί της για όσα έκανε
με αυτόν τον Χάρη. Τελικά έκανε σεξ μαζί του, δεν έκανε;
Η ίδια είπε πως δεν έκανε γιατί τελευταία στιγμή κατάλα-
βε ότι δε νιώθει ερωτικά μαζί του. Φαίνονταν στον Μιχάλη
μια δικαιολογία κάπως αστεία. Αλλά και να ίσχυε μια τέ-
τοια δικαιολογία, πάλι η ουσία δεν άλλαζε. Η δήλωσή της
σήμαινε ότι αν δεν έκανε τώρα σεξ, μπορεί να έκανε λίγο
μετά. Αλλά ύστερα μπερδεύονταν πάλι ο Μιχάλης, γιατί
και αυτές τις μέρες που συναντήθηκαν, η Βέρα δήλωνε ότι
με τον Χάρη αποκλείεται να κάνει κάτι πονηρό, έλεγε πως
παρασύρθηκε για λίγο αλλά δεν ένιωσε αυτό που γύρευε
να νιώσει και σταμάτησε.
Από το παράθυρο του λεωφορείου τα χωριά χαμογελού-
σαν με τα λιτά τους σπίτια, τους αυλόγυρους, τις πλατείες
και τις εκκλησίες. Ύστερα πρόβαλλαν τα χωράφια μέσα
στο κίτρινο, ψάθινα καπέλα να σκύβουν σε καπνοχώραφα,
(σελ. 112)
μικρά δασάκια που εναλλάσσονταν με αγρούς και μεμο-
νωμένες κατοικίες κι εργοστάσια. Κι η ξαφνική θέα της
θάλασσας που μεταμόρφωνε το τοπίο σε μια γαλάζια θηλυ-
κότητα. Ένας λεμονανθός σε διάρκεια, ένα άρωμα μέντας, η
ώχρα στα σπίτια, το χώμα που γινόταν μονοπάτι προς την
άμμο, η σκιά των δέντρων να είναι ένα πέπλο που τυλίγει
τα εφηβικά σκιρτήματα. Κι όσο η διαδρομή αποκτούσε την
υφή του ρίγους, οι σκέψεις που επισκέπτονταν τον Μιχάλη
εξακολουθούσαν να είναι γκρίζες, αυτές οι αμφιλεγόμενες
κουβέντες της Βέρας που έσπερναν ανησυχίες κι εκεί που
τις έσπερναν μετά τις αναιρούσαν σε ένα θολό ορίζοντα, σε
μια ομίχλη.
Το λεωφορείο τον κατέβασε στη θαλασσινή πόλη, εκεί
στη γνωστή αίθουσα αναμονής, κι από εκεί πήρε ένα δεύ-
τερο λεωφορείο για άλλα είκοσι χιλιόμετρα, που τον άφησε
στη στάση δίπλα στο σπίτι που νοίκιαζε. Θα μπορούσε να
είχε πάρει το δικό του αμάξι αλλά προτίμησε στις διακοπές
την απεξάρτηση από την οδήγηση.
Ήταν βαθύ μεσημέρι, με την εκτυφλωτική ζέστη να φέρ-
νει ασφυξία στα βήματα του Μιχάλη, καθώς έσερνε τη βα-
λίτσα, μέχρι το χαμογελαστό του σπίτι. Αυτή η ασφυξία
του ήλιου κι αυτή η λευκότητα που αφαιρούσε τα χρώματα,
οδηγώντας τις αισθήσεις σε ένα ελκυστικό κίτρινο, αυτή η
απέραντη θαλασσινή αιθρία, ο πολλά υποσχόμενος αυλόγυ-
ρος, το μικρό αλλά πολύ λειτουργικό σπίτι που κατέληγε
σε ένα κινηματογραφικό μπαλκόνι, όλα συνέπαιρναν τον
Μιχάλη, τον έκαναν χαρούμενο, να αδημονεί για την και-
νούρια συνέχεια στις διακοπές του, κι όμως την ώρα που
άνοιγε τη βαλίτσα του και τακτοποιούσε τα ρούχα και τα
υπόλοιπα αξεσουάρ, μαύρες σκέψεις πάλι τον τύλιγαν, τον
τυραννούσαν σε σημείο να νιώθει πως το ένα πόδι του εξα-
κολουθεί να πατά στην πόλη της μόνιμης διαμονής του και
το άλλο πόδι αμήχανα να προσπαθεί να βρει την ισορροπία
του στο αγαπημένο του θέρετρο. Θυμήθηκε μια φράση της
Βέρας ότι “με τον Χάρη θα ήθελε κάτι να γίνει, είναι μια
(σελ. 113)
καλή περίπτωση, είναι γιατρός, το διεκδίκησε αλλά δεν της
βγήκε”, φράση που στο μυαλό του Μιχάλη μεταφραζόταν
ότι η Βέρα έκανε σεξ μαζί του αλλά δεν ήταν το σεξ όπως
το περίμενε, όπως το είχε φανταστεί. Κι έπειτα ξαφνικά
θυμήθηκε μια άλλη αποστροφή της όταν κάτι ανέφερε για
τον Τάσο, κάτι που ο Μιχάλης δε θυμάται κι είπε ύστερα
η Βέρα ότι “βαρέθηκα μαζί του αυτό το πολύ φλατ”, μια
φράση αίνιγμα που όμως θα μπορούσε να ερμηνευτεί αν
συνδυαζόταν με την ταραχή της Βέρας, μόλις συνειδητοποί-
ησε ότι της ξέφυγε αυτή η κουβέντα.
Είχε λοιπόν ο Μιχάλης επιστρέψει στο καταφύγιό του
αλλά δεν ήταν ήρεμος. Κι όμως, θα έπρεπε κανονικά να εί-
ναι μια χαρά. Είχε περάσει δύο ερωτικότατες νύχτες με τη
Βέρα, είχε φτάσει μαζί της σε δυσθεώρητα ύψη ηδονής… κι
όμως, όλα ήταν χάλια, είχε μετανιώσει, δεν έπρεπε να πάει.
Είναι περίεργο αλλά εκείνο που έμενε δεν ήταν η χαρά και
η πλησμονή της ηδονής αλλά ο φόβος της προδοσίας, τα τε-
ράστια ερωτηματικά, τα αμφίσημα λόγια, η υποψία πως η
Βέρα που λάτρεψε ήταν ένα φάντασμα, η πραγματική Βέρα
είναι κάτι άλλο, κάτι παμπόνηρο, κάτι εγωιστικό, κάτι ψεύ-
τικο. Αληθινή ήταν μόνο η ηδονή την ώρα του σεξ, μετά όλα
γίνονταν μια σκοπιμότητα, μια φιλαυτία, ένα υπερεγώ που
θέλει μόνο να ζει τη στιγμή κι έπειτα ένα τίποτα.
Τσίμπησε κάτι πρόχειρο που είχε στο ψυγείο, έστειλε
μήνυμα στη Βέρα ότι όλα πήγαν καλά με το ταξίδι, η Βέρα
ευχήθηκε καλή διαμονή κι αφέθηκε ο Μιχάλης σε έναν βαθύ
ύπνο στην στενή και γεμάτη γωνίες επιφάνεια του καναπέ.
Την προηγούμενη νύχτα κοιμήθηκε ελάχιστα, η ανάσα της
Βέρας ήταν ένα ευωδιαστό λουλούδι που συντρόφευε την
αναπνοή του και τον κρατούσε σε εγρήγορση. Ήταν ελάχι-
στες οι φορές που ξάπλωσε στο παρελθόν με τη Βέρα σε
ένα κρεβάτι, γι’ αυτό και ήταν δύσκολο να χαλαρώσει και
να κοιμηθεί. Προτιμούσε να την αισθάνεται δίπλα του, να
κοιτάζει τα μάτια της όπως είναι κλειστά, να νιώθει πάνω
του το λεπτό φύσημα της αναπνοής της, να ψηλαφεί τη γύ-
(σελ. 114)
μνια της. Είχε λοιπόν κοιμηθεί ελάχιστα, ακολούθησε και το
ταξίδι και τώρα αφέθηκε σε έναν βαθύ ύπνο, που αναπλή-
ρωνε το ξενύχτι και την κούραση.
Οι χρυσές σαΐτες του ήλιου μεταμορφώνονταν σε πορτο-
καλοκόκκινα νούφαρα, την ώρα που…
Κατά την επαγγελματική μου γνώμη ως κριτικού Λογοτεχνίας, πρόκειται για ένα πεζό ποίημα, για ένα ποιητικό μυθιστόρημα κι αυτό γιατί η ματιά είναι ποιητική, ατομοκεντρική, σολιψιστική («σολιψισμός»: γνωστό φιλοσοφικό ρεύμα που δεν έγινε κίνημα – ή μήπως έγινε;). Η γραφή είναι λυρική στην απόγνωσή της, αν και το υπόστρωμα ελεγειακό, όχι όμως και σατιρικό. Η ομιλώσα φωνή δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί το βάρος, το εύρος και την ευθύνη των ατοπημάτων της. Τυφλοί πορευόμαστε, τυφλοί προχωρούμε και μας οδηγούν μισότυφλοι.
Κι εδώ σας αφήνω, αγαπητοί επαρκείς αναγνώστες, να προβείτε στη δική σας λοξή, ή ευθεία, χιαστί ή γραμμική, παραδοσιακή ή μετά-μετανεωτερική δική σας προσωπική ανάγνωση, προκειμένου να ανασυνθέσετε το δικό σας προσωπικό νοητικό δημιούργημα βραδείας καύσεως και συντόμου διαρκείας (όσο διαρκεί η ανάγνωση και λίγο μετά – τι να κάνουμε; Έτσι είναι η εποχή μας και ο κόσμος γύρω μας: σαρκοβόρος Χρόνος).
Φιλικά και με εκτίμηση για τον συγγραφέα και για κάθε έναν από εσάς.