Ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής και διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός ΕΜΠ με μεταπτυχιακές σπουδές στην παραγωγή και διαχείριση ενέργειας, βιάζεται να μας εξηγήσει την πρώτη σπάνια λέξη του τίτλου της πρώτης του ποιητικής συλλογής ως εξής: «αγχέμαχος –η –ο: για όπλο που χρησιμοποιείται σε μάχη από κοντά, σώμα με σώμα, κατάλληλο για μάχες εκ του συστάδην» (σελ. 5). Τι υπονοεί ο ποιητής; Μήπως ότι χρησιμοποιεί τις λέξεις ως ξιφίδιο; Στο βιογραφικό του, που κοσμεί το «αυτί» αυτού του καλώς επιμελημένου βιβλίου, διαβάζουμε: «Ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβρη του 1969. Έκτοτε και με μέσο την ποίηση, προσπαθεί να αποδράσει οριζοντίως και καθέτως». Μάλιστα. Σοφόν το σαφές. Όταν δεν αμυνόμεθα με τις λέξεις επιχειρούμε απόδρασιν από την Ελλάδα της Κρίσης, ή μήπως από την υπαρξιακή αγωνία, έμφυτη και αναπόφευκτη σε κάθε ευαισθητοποιημένον εκπρόσωπο του Ανθρωπίνου Είδους.

Και έπειτα από αυτές τις αναγκαίες εισαγωγικές επισημάνσεις, προχωράμε στη μελέτη – διεξοδική έρευνα πάνω στο ποιητικό «σώμα» του βιβλίου, αποφεύγοντας προφανώς την αιματηρή ανατομία.

Ας διαβάσουμε πρωτίστως τους τίτλους των ποιημάτων, αφού ο ποιητής (κι ο εκδότης) προτάσσουν τα Περιεχόμενα, ενώ συνήθως έπονται:

– Ηγησώ
– Άνυδρο τοπίο
– Σπονδή σε ώρα απρόβλεπτη
– Μακμπέθ
– Μνήμη
– Εξ ορισμού
– Νηπενθές
– Αμφικτιονίες
– Η ιστορία είναι κατάσταση δυναμική
– Άτιτλο Ι
– Ο κήπος
– Ηχώ
– Ενύπνιο
– Σύνθεση σε μέτρο ελεύθερο
– Spleen
– Ο καθρέπτης
– Στιγμές
– Σχετικότητα
– Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
– Άτιτλο II
– Ο απροσάρμοστος τοξότης
– Ένας λύκος παρατηρεί το φεγγάρι
– Παραφράζοντας τον Πεσσόα
– Μέγγενη
– Φραπέ μέτριος με γάλα
– Υποδόριος ήχος
– Άτιτλο III
– Ελευσίνα
– Θάλασσα
– Ρίζες

Μάλιστα. Από μια προσεκτική ανάγνωση φαίνεται ήδη η θεματολογία, που δεν απέχει της συνήθους για μια γενιά ελλήνων λογοτεχνών μεταξύ σαράντα και πενήντα ετών. Η Αρχαιότητα, σε συνδυασμό με την επιστημονικότητα, την τεχνολογία, την ερωτική ή στρατευμένη ποίηση, την ανάγκη συγκρατημένης ανα-μυθοποίησης της πραγματικότητας… συναντούν την αισθητική καθαρότητα και μιαν απόπειρα ορθολογιστικής αναδιευθετήσεως τού Χάους. Και μέχρι εδώ όλα καλά. Ας προχωρήσουμε τώρα στη «σάρκα» του κειμένου, αφού ασχοληθήκαμε μέχρι τώρα με την επιδερμίδα και τη σπονδυλική του στήλη.

Το ποίημα «Μακμπέθ» κλείνει με το εκπληκτικά εκφραστικό δίστιχο:

«η λαίδη Μακμπέθ πάντα ξαγρυπνά πλένοντας τα χέρια της /

Η εξωτερική νηνεμία πρέπει να παραμείνει ως έχει» (σελ. 12).

Αυτή η επιχειρούμενη ποιητική ανάπλαση της αντιφατικής ανάγκης του ατόμου να παραμείνει «πολιτικώς ορθός» χωρίς να αλλοτριωθεί αποδίδεται με συγκεντρωτικά λακωνικό τρόπο.

Στο επόμενο ποίημα «Μνήμη» (σελ. 13) επιχειρεί μία ποιητικώς ιμπρεσιονιστική ανακεφαλαίωση-εντύπωση του ζωγραφικού έργου του σουρεαλιστή ζωγράφου Μαγκρίτ που επηρεάστηκε από τον ντανταϊσμό. Πηγαίνουμε πίσω στο ταραγμένο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.

Αμέσως μετά, στο «Εξ ορισμού» (σελ. 14), επιχειρεί να μιλήσει για την ποίηση, χρησιμοποιώντας μάλιστα μια ρυθμολογία υποδορίως ειρωνική.

Αισιόδοξο το «Νηπενθές» του (σελ. 15), μακριά από τη μελαγχολική ρομαντικότητα που υποδηλώνει ο τίτλος του.

Οι καθρέφτες και τα ανακλώμενα είδωλα υποδηλώνουν μιαν υπαρξιακήν αναζήτησιν παραλλήλων συμπάντων. Απόπειρα απόδρασης από τα δεσμά της σάρκας και με τον δεσμοφύλακα της Λογικής να παρακολουθεί ατάραχος γνωρίζοντας εξ αρχής ότι η αποτυχία του φυλακισμένου είναι δεδομένη;

Εκεί όμως που τα πράγματα ξεκαθαρίζουν απολύτως είναι στο ποίημα «Ενύπνιο» (της σελ. 21): «Παραδίδομαι σε έναν ύπνον βαθύ, χωρίς όνειρα. / Στα δωμάτια μουχλιασμένα αισθήματα / και έργα τέχνης να στάζουν χρώματα. / / Η αφύπνιση είναι υπόθεση επώδυνη». Εδώ φαίνεται πια καθαρά ότι η ομιλώσα ποιητική φωνή επιχειρεί να ξεφύγει από την καθημερινότητα. Αυτό δεν είναι άλλωστε και το βαθύ, πρωτογενές κίνητρο όλων των ποιητών;

Στο μαθηματικώς δομημένο ποίημα με τη λέξη «Σπλήνα» (σελ. 23) ως τίτλο στα αγγλικά (μήπως παραπέμπει στο spin της Φυσικής;) αποδεικνύεται ότι ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος ξέρει να σχεδιάζει, ξέρει και να γράφει, σύντομα κι αποτελεσματικά, με λεπτές και παχείες γραμμές, με αφαιρετική ενάργεια και συνεκδοχική ετερότητα. Θα μπορούσε να είναι ζωγράφος. Εξάλλου, στη σημερινή τέχνη ένας καλός ηλεκτρονικός υπολογιστής με το αντίστοιχο σχεδιαστικό πρόγραμμα είναι υπερ-επαρκής. Ο διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός όμως διαλέγει τις λέξεις ως ξιφίδια αμυντικής επιθέσεως.

Τα κάτοπτρα επανέρχονται στο επόμενο ποίημα «Καθρέφτης» (σελ. 24), όχι πύλες εισόδου-εξόδου των νεκρών, αλλά ως φαίνεσθαι του «κόσμου» (της λεγομένης «αντικειμενικής πραγματικότητας») και του κοσμοειδώλου ενός «εγώ» που δεν αναγνωρίζει την ανακλώμενη εικόνα του. Εδώ το πράγμα αρχίζει να γίνεται πιο σοβαρό κι αποκτά μια «ασπρόμαυρη» μοναχική απομάκρυνση από το σύνηθες και το τετριμμένο.

Το ποίημα «Σχετικότητα» αναφέρεται βεβαίως στην «Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας» από τον Άλμπερτ Άινστάιν και καταλήγει: «με ένα ποίημα / φωτόνια θα υλοποιήσω» (σελ. 26). Πολύ ενδιαφέρον. Η μεταφυσική της Φυσικής των υπο-ατομικών σωματιδίων, η άφθαρτη Υλο-ενέργεια (σύμφωνα με το πρώτο θερμοδυναμικό αξίωμα), ο ποιητής ως προφήτης-μάγος-θαυματοποιός. Εξαίρετα.

Ο φουτουριστής Μαγιακόφσκι στο στόχαστρο του επόμενου «επωνύμου» ποιήματος (σελ. 27). Ο επαρκής αναγνώστης δεν διακρίνει αν πρόκειται για ποιητική ενσυναίσθηση ή για λογοτεχνική εμπάθεια.

Βαθιά υπαρξιακή αγωνία, αναποτελεσματική παραιτημένη αυτοχειρία, άλγος, άχθος, άγχος προδίδουν τα δύο επόμενα ποιήματα: «Άτιτλο ΙΙ» και «Ο απροσάρμοστος τοξότης» (σσ. 28, 29).

Αλλά κι ο Πορτογάλος πολυδιαστασιακός ποιητής Φερνάντο Πεσσόα έχει την τιμητική του στο ομώνυμο ποίημα (σελ. 31).  Εδώ η υπαρξιακή ανάγκη της αυτογνωσίας φοράει το κβαντικό ένδυμα της αοριστίας.

Αλλά κι ο Ιταλός ποιητής και μυθιστοριογράφος ασθματικός αυτόχειρας (με βαρβιτουρικά) Τσέζαρε Παβέζε μπαίνει στο ποιητικό στόχαστρο του Βαγγέλη Αλεξόπουλου. Κι εδώ πάλι δεν καθίσταται σαφές αν τον ηρωοποιεί ταυτιζόμενος μαζί του ή λαμβάνει αποστάσεις ασφαλείας διά της ομοιοπαθητικής μεθόδου.

«Ο ήχος της άπνοιας» φυσάει στο ποίημα «Υποδόριος ήχος» (της σελ. 34) που καταλήγει: «παρ’ όλα αυτά / τα τείχη της Τροίας / λένε πως χρόνια τώρα έχουν πέσει». Μάλιστα. Αυτή η στιχουργική που συγγενεύει με το διαφημιστικό σλόγκαν και απέχει παρασάγγας από το αρχαίο επίγραμμα οφείλει πολλά στην υπερτιμημένη γραφίδα γνωστής ακαδημαϊκού, που δεν κατάφερε να γίνει «εθνική ποιήτρια» μήτε να δαφνοστεφανωθεί από τη δυναμίτιδα του Νόμπελ.

Ο Θάνατος υποφώσκει, αλλά ουδέποτε δηλώνεται (Φόβος και Τρόμος;) στο ποίημα «Άτιτλο ΙΙΙ» (σελ. 35). Μόνη του υποδήλωση: των νυχιών η αύξησις.

Αλλά και στην επομένη «Ελευσίνα» ο Φόβος κατονομάζεται (σελ. 36).

«Άλαδε μύσται» στο υπόστρωμα του κατοπινού ποιήματος «Θάλασσα» (σελ. 37) για να κλείσει ο νεοπαγής ποιητής με τις «Ρίζες» (σελ. 38), ομολογία έρωτος με την αρχετυπική γυναίκα, ως μετωνυμία της Γαίας.

Συμπέρασμα: ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής δεν θα αυτοκτονήσει, αφού βυθίζει βαθιά τις ρίζες του στη γη και ρουφάει τον ζωογόνο χυμό του Έρωτα. Αμήν. Γέγονε!