Ο Bραζιλιάνος Mario Raul Moraes de Andrade (1893-1945) ήταν μουσικολόγος, πιανίστας, καθηγητής πιάνου, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, φωτογράφος, λαογράφος και κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης. Γεννήθηκε στο Σάο Πάουλο, όπου και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, πόλη την οποία λάτρεψε. Αυτοδίδακτος με ένα δίπλωμα πιάνου από το ωδείο, έφτασε να διδάξει ιστορία και φιλοσοφία της τέχνης και να αρθρογραφεί σε εφημερίδες ως καλλιτεχνικός και λογοτεχνικός κριτικός. Ταξίδεψε πολύ στη χώρα του, συνέγραψε λαογραφικές μελέτες ενώ επηρεάστηκε τόσο από τη γαλλική παιδεία όσο και από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Εμφατικά αντι-αριστοκρατικός, επιχείρησε να συγκεράσει τη βραζιλιάνικη παράδοση με το μοντέρνο ρεύμα, γεγονός που τον οδηγεί να θεωρείται γνήσιος εκπρόσωπος του βραζιλιάνικου μοντερνισμού.

Το εν λόγω βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1927 και συντάραξε την υψηλή κοινωνία της χώρας του. Το έργο αυτό αν και έχει παραμείνει στη σκιά του δεύτερου και τελευταίου μυθιστορήματος του συγγραφέα, “Macunaima, δεν παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς του μοντερνισμού της Βραζιλίας, ενώ και τα δύο τον ανέδειξαν ως έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της νοτιοαμερικάνικης αυτής χώρας, επιτυγχάνοντας παράλληλα και την παγκόσμια αναγνώριση.

Βρισκόμαστε στην εποχή του Μεσοπολέμου στη Βραζιλία και συγκεκριμένα στο ανερχόμενο Σάο Πάουλο, όπου μας συστήνεται μία αριστοκρατική και νεόπλουτη οικογένεια. Ο μεγαλογαιοκτήμονας και μεγαλοκτηνοτρόφος Φελιζμπέρτου Σόζα Κόστα είναι παντρεμένος με την Ντόνα Λάουρα Σόζα Κόστα και διαμένουν στο κιτρινόχρωμο αρχοντόσπιτο, βίλα «Λάουρα». Μαζί τους και τα τέσσερα παιδιά τους, ο δεκαεξάχρονος Κάρλους και τα μικρότερα κορίτσια, η Μαρία Λουίζα, η Αλντίνια και η Λαουρίτα. Κοντά τους διαμένει και το υπηρετικό προσωπικό, ο Γιαπωνέζος υπηρέτης Τανάκα, η θαλαμηπόλος, ο σοφέρ και η μαγείρισσα.

Ο Φελιζμπέρτου φοβάται ότι ο Κάρλους θα  ξελογιαστεί από τις κοκότες, τις μετρέσες, ακόμη και από ομοφυλόφιλους άντρες, θα χάσει όλη του την περιουσία και θα κολλήσει και αφροδίσια νοσήματα ή ότι θα παρασυρθεί στον τζόγο, στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Έτσι, όταν ο πλούσιος φίλος του, Ζεζέ Μεσκίτα, συστήνει στον Φελιζμπέρτου τη φροϊλάιν (δεσποινίς στα γερμανικά) Έλζα, εκείνος δε χάνει καιρό.

Η Έλζα είναι μία μορφωμένη και φαινομενικά αξιοπρεπής τριανταπεντάχρονη Γερμανίδα, η οποία προκειμένου να αποδράσει από την άθλια ζωή στη νικημένη Γερμανία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, βρήκε καταφύγιο, δουλειά και μία νέα ζωή στη μακρινή Βραζιλία. Ο Σόζα Κόστα προσλαμβάνει επίσημα την Έλζα ως γκουβερνάντα των παιδιών του και καθηγήτρια μαθημάτων, μουσικής και πιάνου. Ανεπίσημα όμως, τα καθήκοντά της είναι να διδάξει τον έρωτα στον Κάρλους, όπως μύησε κι άλλους νεαρούς γόνους αριστοκρατικών και πλούσιων οικογενειών της υψηλής βραζιλιάνικης κοινωνίας, έναντι οκτώ χιλιάδων νομισμάτων.

Όταν όμως, η κυρία του σπιτιού μαθαίνει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρίσκεται στη βίλα η φροϊλάιν, απαιτεί να φύγει, κι εκείνη ετοιμάζεται να το κάνει, όταν ο Φελιζμπέρτου τη μεταπείθει. Μόλις αναρρώνει από μία βαριά γρίπη η Μαρία Λουίζα, σύσσωμη η οικογένεια πηγαίνει μία εκδρομή στο Ατλαντικό δάσος βροχής Τιζούκα στα περίχωρα του Ρίο Ντε Ζανέιρο, όπου η Έλζα και ο Κάρλους θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους εαυτούς τους, θα κατακλυστούν από μία βροχή συναισθημάτων που θα επιδράσει καταλυτικά στην αυτοκριτική τους.

«Τρομάρα τους! Οι φόβοι μπαινοβγαίνουν από τις κλειστές πόρτες. Φσσσς… αεράκι δυσοίωνο. Μεγάλα τρομαγμένα μάτια της Αλντίνια και της Λαουρίτα. Βροντά μια πόρτα. Κακός οιωνός; Όχι… πλααα… λευκά νυχτικά… και παραισθήσεις. Μην αφήνετε την πόρτα αυτή να βροντά. Τι μεγάλες σκιές στο χολ… Από τι; Καραδοκούν στους καθρέφτες, στα παράθυρα με τα κλειστά τζάμια… πίσω τους. Φσσσς… πρόσεξε τη σιωπή. Μπάσα. Κανείς δεν την ακούει. Υπάρχει. Η αδελφή τους η Λουίζα ψάχνει, έχει στήσει αυτί ν’ ακούσει τα ψουψουψού των υπηρετών. Γιατί μιλούν τόσο σιγανά οι υπηρέτες; Δεν ξέρουν. Κοιτάζουν. Και τι κοιτάζουν; Προσμένουν. Και τι προσμένουν;… Τον Κάρλους σκυθρωπό. Αυτό το πονάκι στο στομάχι… Έρχεται χειμώνας όπου να ‘ναι…» (σελ. 136).

Τι θα συμβεί όμως όταν η φροϊλάιν εκτελέσει τα καθήκοντά της και ολοκληρώσει την αποστολή της;

Το βιβλίο δεν αποτελείται από κεφάλαια, αλλά από κενά νοηματικών παύσεων. Δε διακρίνεται από θεατρικότητα αλλά από κινηματογραφικά στοιχεία τόσο στη δομή όσο και στην έκφραση και επίσης από θεωρητικές παρεκβάσεις. Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τη Βραζιλία και ειδικότερα το Σάο Πάουλο του Μεσοπολέμου, τις παραδόσεις, την υψηλή κοινωνία της και τους ανθρώπους της. Στο ερωτικό και φιλοσοφικό αυτό μυθιστόρημα με εμφανή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία κυριαρχεί ο δραματικός λυρισμός, το ειρωνικό ύφος, ο απαραίτητος φροϋδισμός, η παθιασμένη, στοχαστική και υπαινικτική αφήγηση και όλα αυτά ενώ υπερτονίζεται η βραζιλιάνικη πολιτιστική ακαμψία της εποχής και ο επικριτικός τόνος στους νεόπλουτους που διαμορφώνουν την ελίτ της Βραζιλίας.

Όσον αφορά στη γλώσσα γραφής ο μεταφραστής και σχολιαστής Νίκος Πρατσίνης αναφέρει στην εισαγωγή: «Αναφερόμενοι στην εντυπωσιακή γραφή του Mario de Andrade σε αυτό το μυθιστόρημα, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και τέσσερα φορμαλιστικά γνωρίσματά της, τα οποία δύσκολα εντοπίζει κανείς όλα μαζί σε άλλο μυθιστόρημα, βραζιλιάνικο ή μη: α) Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τους κανόνες (;) του προφορικού λόγου, ενός λόγου επιμελώς ατημέλητου, δεδομένου ότι χρειάστηκε να πλαστεί, δεν είναι προϊόν απομαγνητοφώνησης. Να πλαστεί προσεκτικά, έτσι που να δείχνει φυσικός και όχι πεποιημένος. Ενός λόγου που, επί της ουσίας, προορίζεται για ανάγνωση μεγαλοφώνως και μετά προσοχής, ή και για απαγγελία» (σελ.39).

Το έργο αποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους το ρήμα αγαπώ είναι και αμετάβατο. Το βιβλίο συνοδεύεται από μία κατατοπιστική εισαγωγή, τις επεξηγηματικές σημειώσεις του μεταφραστή, επίμετρο, σχεδίασμα εργοβιογραφίας του συγγραφέα, αποσπάσματα από ένα κείμενο του συγγραφέα με αφορμή το εν λόγω βιβλίο και φωτογραφικό και διαφωτιστικό υλικό.