Κατ’ επίφαση… αγάπη;
Η Χάνε Έρσταβικ, από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης σκανδιναβικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1969 στην περιοχή της Τάνα, στον απώτατο βορρά της Νορβηγίας. Σε ηλικία 16 ετών πήγε στην πρωτεύουσα, το Όσλο Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο της Hakk. Η καταξίωσή της ήρθε τρία χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκε η Αγάπη (Kjærlighet, 1997) και προκάλεσε αίσθηση. Έκτοτε η συγγραφέας δεν έπαψε να δημοσιεύει μυθοπλασία, να λαμβάνει ενθουσιώδεις κριτικές και να αποσπά τιμητικές διακρίσεις, όπως το Βραβείο Brage 2004 για το μυθιστόρημά της Ο πάστορας (Presten). Το 2006, σε έναν υψηλού κύρους διαγωνισμό της εφημερίδας Dagbladet, η Αγάπη ψηφίστηκε ως το έκτο καλύτερο βιβλίο των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων στη Νορβηγία. Το 2018 η αγγλική μετάφραση του μυθιστορήματος ήταν στη βραχεία λίστα για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ στην κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, συμβάλλοντας έτσι στην ευρύτερη διεθνή αναγνώριση του έργου της.
Ένα μικρό αγόρι και η μητέρα του. Ένα μικρό αγόρι, που την επόμενη μέρα έχει γενέθλια, θα κλείσει τα εννέα, και η μητέρα του. Οι δυο τους έχουν πρόσφατα μετακομίσει σ’ έναν απομακρυσμένο τόπο στη βόρεια Νορβηγία, είναι συγκάτοικοι σε ένα σπίτι, αλλά τόσο απόμακροι μεταξύ τους.
Καθένας μένει κλεισμένος στη σιωπή του, ενώ εντός του κραυγάζουν οι σκέψεις και οι επιθυμίες του. Ο Γιον, το αγόρι, λαχταράει ένα σπιτικό κέικ γενεθλίων κι ένα τρένο, στη σκέψη της Βίμπεκε, της μητέρας, κυριαρχεί η επιθυμία να απομονώνεται αγκαλιά με ένα βιβλίο και να αγαπηθεί από κάποιον. Οι δυο τους δρουν ανεξάρτητα και χωρίς συνεννόηση μεταξύ τους. Το απόγευμα και το βράδυ του καθενός, πριν από τα γενέθλια, αφηγείται η Χάνε Έρσταβικ στη νουβέλα της Αγάπη.
Οι δύο αφηγήσεις, οι κινήσεις του καθενός, μπερδεύονται σε κάθε κεφάλαιο, χωρίς, ωστόσο, να εισχωρούν η μία στην άλλη. Ανά πρόταση σχεδόν η αφήγηση μεταπηδά από τον γιο στη μητέρα και τούμπαλιν, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πού είναι και τι κάνουν οι ήρωες.
Οι ήρωες ζουν τις ζωές τους σε παράλληλα σύμπαντα, χωρίς ποτέ αυτά να συγκλίνουν. Δεν μιλούν καθόλου μεταξύ τους, δεν αγγίζονται, δεν επικοινωνούν καν. Δρουν εντελώς ανεξάρτητα σαν δύο ξένοι. Η απόσταση ανάμεσά τους μοιάζει αγεφύρωτη. Γιατί άραγε;
Η μητέρα δε νοιάζεται καθόλου για την ασφάλεια του γιου της, ενώ εκείνος ανησυχεί για τη μαμά του, όταν δεν τη βρίσκει στο σπίτι, και κάθε απόγευμα περιμένει πώς και πώς με τα γόνατα λυγισμένα στο κρεβάτι κοιτάζοντας από το παράθυρο ν’ ακούσει τη μηχανή του αυτοκινήτου της.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, σε χρόνο ενεστώτα, με γλώσσα, ίδιο κοφτερό μαχαίρι. Λέει τα απολύτως απαραίτητα σκιαγραφώντας το βασικό περίγραμμα, ενώ αφήνει όλα τα υπόλοιπα στη δημιουργική φαντασία του εκάστοτε αναγνώστη.
Στη νουβέλα κυριαρχούν το χιόνι, το κρύο και η μοναξιά. Αυτά βιώνουν οι ήρωες. Είναι χειμώνας, έξω χιονίζει και δεν κυκλοφορεί ψυχή, ούτε καν αυτοκίνητο. Ενώ μια αγωνία μαζί με ένα αίσθημα ανασφάλειας δημιουργούνται στο μυαλό του αναγνώστη και σταδιακά τον καλύπτουν ολόκληρο.