Ευτυχής συνάντησις της δραματικής τέχνης με τη διηγηματογραφία. Αυτό που λέμε «μικρή φόρμα» δοξάζεται εδώ σε όλη την ταχυ-δραματικότητά του. Ψυχογραφήματα της γυναικείας μετα-κλιμακτηριακής κατάστασης. Όμως το εγώ της αφηγηματικής φωνής δεν μένει περιχαρακωμένο στον εαυτό του, αλλά συναντά τους άλλους σε όλο το μεγαλείο της μικρομέγαλης συγκινητικής θεατρικότητάς τους. Η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη ενέχει το στοιχείο της υπαρξιακής γελοιότητας, κάτι που γνώριζε πολύ καλά ο Καβάφης όταν μας χαρακτήριζε «βιαστικά άπειρα όντα της στιγμής».
Η Ελένη Γερασιμίδου καινοτομεί ακυρώνοντας την καταναλωτική, δυτικού τύπου ψυχανάλυση, εμποτίζεται στα νάματα της μεσογειακής ζωής, ειρωνεύεται τις χαρές και γελάει με τις λύπες της, γκρινιάζει αφηγηματικώς και κάνει την «παρεξηγιάρα», χρησιμοποιεί μια καθαρά λαϊκή ιδιόλεκτο και η προφορικότητα του λόγου της …σκοτώνει κάθε σοβαροφάνεια και μικρονοϊκότητα.
Αυτό που μου άρεσε στον γραπτό της λόγο ήταν αυτή η αμεσότητα και η καθαρή ματιά ενός παιδιού που θέλει να φτιάξει τον κόσμο καλύτερον ακόμα κι από τα όνειρά μας. Κι αυτή η ρομαντική διάθεση ενέχει το στοιχείο του ρομαντισμού τού πλέον σπαραξικάρδιου, εκείνου που δεν ανέχεται και δεν συγχωρεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…
Κριτική του μικροαστικού τρόπου ζωής και του γάμου ως συμβάσεως κοινωνικής και καταναγκαστικών ….έργων. Πόνημα με ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και πολιτικό βεβαίως ενδιαφέρον, αφού η σατιρική πένα της καλής ηθοποιού φτάνει με στοργή στα βαθιά υποστρώματα του διαλυμένου κοινωνικού ιστού και φέρνει το οξυγόνο στις πιο σκουριασμένες φλέβες και στα ανύπαρκτα πλέον αντανακλαστικά των διανοούμενων που βλέπουν παιδάκια να σφαγιάζονται, να πνίγονται, να ασφυκτιούν, να πεινούν και να διψούν κι εκείνοι …αμπελοφιλοσοφούν φοβούμενοι μη χάσουν τα κεκτημένα τους.
Απ’ όλα τα διηγήματα ξεχωρίζω το αριστουργηματικό με τίτλο «Ο μπέντζαμιν» (σσ. 14-15), όπου η αφηγηματική μαεστρία μιας γυναίκας «ψημένης» στο θέατρο αποδεικνύει την εκφραστική της λιτότητα και φτιάχνει ένα πλήρες παραμύθι με λέξεις μετρημένες σε ζυγαριά που έχει για αντίβαρο το φτερό της ελαφρότητάς μας…
Ένα άλλο χαρακτηριστικό ψυχογραφικό πορτρέτο (σε τρίτο πρόσωπο, παρακαλώ) είναι «Η άγνωστη» (σσ. 48-50), εκεί που δίδεται ένα έμπρακτο μάθημα ζωής κι αποσυναρμολογείται όλη η καλοστημένη απάτη της αιώνιας νεότητας.
Και το τρίτο, δραματικός μονόλογος αυτό, το διήγημα με τίτλο «Το σπανακόρυζο» (σσ. 34-36), σε πρώτο πρόσωπο αυτή τη φορά, συμπεριλαμβάνει όλη τη συγκρατημένη ασφυξία των συμβιβασμένων ανθρώπων που συμβιβασμένοι με τη μικρότητα και την αδυναμία τους επιδεικνύουν μια στωική στάση ζωής αντάξια των αρχαίων φιλοσόφων.
Υπάρχουν βεβαίως και πιο συγκινητικά, αυτοβιογραφικά κομμάτια για τη μητέρα, για τη φοιτητική ευωχία, για τον πάλαι ποτέ χορτασμένον έρωτα…
Ναι, αυτό είναι: η Ελένη Γερασιμίδου μιλάει σαν χορτάτη απ’ όλα, σαν να μη στερήθηκε τίποτα, γεμάτη από τη ζωή που έζησε χωρίς να νοσταλγεί κάποια άλλη που δεν έζησε. Γίνεται εύκολα «η άλλη», «οι άλλες», γιατί δεν προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό της αλλά αντιμετωπίζει τα πάντα με φιλάνθρωπη εριστικότητα και μανία αυτοβελτιώσεως, που αντανακλά αναγκαστικώς εις το περιβάλλον (όπως θα λέγαμε παλιά, στην καθαρεύουσα).
Βαθιά ανατρεπτικός ο λόγος της (για …επαναστατικός δεν ξέρω, δεν θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω έτσι).
Αυτό το στενό αλλά καθόλου στενάχωρο βιβλιαράκι των εκδόσεων «Όστρια» μας κάνει να ελπίζουμε πως δεν χάθηκαν όλα και μπορούμε να παλέψουμε για ένα καλύτερο μέλλον, όλοι μαζί, ενωμένοι. Για τον Άνθρωπο, ρε γαμώτο!!!
Ελένη, σε αγαπάμε και σε θαυμάζουμε για το θάρρος να είσαι ο εαυτός σου και να τον φέρεις με υπερηφάνεια, όχι ως φορτίο, αλλά ως παλικαριά.